Παρουσίαση: Κατερίνη 7-4-2012


ΕΑΡΙΝΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΜΟΥΣΩΝ
Εστία Πιερίδων Μουσών
της Σοφίας Ελευθεριάδου
σιλάνς σιλβουπλέ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η αφήγηση στο μυθιστόρημα γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και μας παραπέμπει στην αυτο-βιογραφία. Η αφηγήτρια είναι ένα μικρό κορίτσι, που περιγράφει την τραυματική παιδική της ηλικία στη δύσκολη (κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά) δεκαετία του ’60 στην Κρήτη.
Η συγγραφέας, για να αφηγηθεί τα γεγονότα απ’ την (εσωτερική) οπτική γωνία του μικρού κοριτσιού, επινοεί ένα τέχνασμα: Στον Πρόλογο  δηλώνει  η αφηγήτρια πως βρίσκει 30 χρόνια μετά τα γραπτά σημειώματά της (σελίδες από ημερολόγιο και από σχολικές εκθέσεις, διαφορετικές όμως από τις συνηθισμένες), που έγραφε όταν ήταν μικρή.

Τα κεφάλαια του έργου που ακολουθούν είναι στην ουσία τα γραπτά της, που περιγράφουν τις εμπειρίες και τα βιώματα της παιδικής της ηλικίας.
Αυτή η αφηγηματική τεχνική θυμίζει το έργο του Στρατή Μυριβήλη «Η ζωή εν τάφω», στο οποίο ο συγγραφέας  -δήθεν- βρίσκει και εκδίδει τα γραπτά, τα τετράδια -επιστολές προς την αγαπημένη του- του λοχία Αντώνη Κωστούλα (που σκοτώθηκε από φίλια πυρά, στο Μακεδονικό Μέτωπο).  Ο παραλληλισμός είναι φανερός: απ’ τη μια τα τετράδια του λοχία στον Μυριβήλη, κι απ’ την άλλη τα γραπτά του μικρού κοριτσιού στην Βλαχάκη, με τη διαφορά όμως ότι, ενώ στον πρώτο γνωρίζουμε το όνομα του γράφοντος (είναι ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας – η προσωπίδα του Μυριβήλη), στο δεύτερο, στο σιλάνς σιλβουπλέ, δεν υπάρχει όνομα. Σε όλο το μυθιστόρημα δεν αναγράφεται το όνομα της αφηγήτριας-ηρωίδας. Μήπως επειδή δεν είναι προσωπίδα; Μήπως επειδή μπορεί να είναι οποιαδήποτε κρητικοπούλα; Ίσως να την λένε Μαρινέλλα; Ή μήπως, τελικά, δεν έχει καμιά σημασία το όνομά της;
Εντούτοις, πολλά άλλα πρόσωπα υπαρκτά ιστορικά παρελαύνουν σ’ όλο το μυθιστόρημα, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που ήταν συμμαθητής του παππού της. Ο Νίκος Καζαντζάκης και η Έλλη Αλεξίου, επίσης, συναναστρέφονταν με τους δεύτερους γονείς της, όταν ζούσαν στο Παρίσι, παλιότερα.

Θα σας διαβάσω τον ΠΡΟΛΟΓΟ στη σελίδα 13, όπου εξηγεί πού έκρυβε τα γραπτά της. Βέβαια, είναι ασυνήθιστο για ένα μυθιστόρημα να αρχίζει με Πρόλογο και να κλείνει με Επίλογο, σα να είναι η παλιά σχολική έκθεση (με πρόλογο, κυρίως θέμα και επίλογο). Κάποια κεφάλαια όμως μοιάζουν να είναι εκθέσεις, αλλά αντισυμβατικές και πρωτότυπες.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Διαβάζοντας όμως το μυθιστόρημα δεν μπόρεσα να μη δω –σε διακειμενικό επίπεδο- και την ποίηση της Μαρινέλλας Βλαχάκη. Λέει λοιπόν η αφηγήτρια ότι βρήκε τα γραπτά της 30 χρόνια μετά. Η πεζογραφία με την ποίησή της συνομιλούν, γι’ αυτό θα σας απαγγείλω από την ποιητική της συλλογή «Τα πολύτιμα» (που είναι ανοικτή και στο διαδίκτυο) το ποίημά της «Σημάδια»:

Ύστερα από τριάντα χρόνια
Κατέβασα τα κάδρα από τους τοίχους.
Τα σημάδια –στόματα ανοιχτά- με φώναξαν
μ’ όλα μου τα ονόματα.
Έπρεπε να κλείσω γρήγορα τα στόματα.
Για μετακόμιση ούτε κουβέντα…
(τριάντα χρόνια, σημάδια, στόματα, ονόματα, να κλείσω τα στόματα = σιλάνς σιλβουπλέ…)

Οι μνήμες και το παρελθόν, οι μνήμες του παρελθόντος αποτελούν ανεξάντλητο «αντλιοστάσιο» έμπνευσης, όπως λέει και η ίδια σε συνέντευξή της. Καθώς διαβάζουμε το βιβλίο, βλέπουμε μπροστά μας να ξετυλίγονται στιγμιότυπα ζωής από μια πολύ μικρή σε ηλικία αφηγήτρια, που θυμίζουν όχι απλώς σελίδες ημερολογίου, γραμμένες με απλοϊκότητα και αφοπλιστική ειλικρίνεια, αλλά μια βαθιά ενδοσκόπηση, μια εξομολόγηση «στο ντιβάνι» του ψυχαναλυτή.
Ο «πρώτος» πατέρας, ο βιολογικός (σ. 13) -το επίθετο «πρώτος» αποτελεί προ-σήμανση, αφού προετοιμάζει τον/την αναγνώστη/τρια ότι θα υπάρξει και δεύτερος, θετός- ο πατέρας της ήταν λιποτάκτης, τον πυροβόλησαν, έζησε αλλά του έκοψαν το πόδι. Ο δικός του πατέρας πάλι είχε μόνο ένα χέρι, γιατί ψάρευε με δυναμίτες!!!
Η μητέρα της ήταν 30 χρόνια μικρότερή του. Γέννησε 1 αγόρι και άλλα έξι κορίτσια, όμορφα και ξανθά σαν εκείνη. Το τελευταίο παιδί ήταν η αφηγήτρια, μελαχρινό κι έμοιαζε του πατέρα της.
«Η μαμά δούλευε όλη μέρα στα χωράφια και τα βράδια στο σπίτι έπλυνε, έψηνε ψωμί, μαγείρευε και έκανε δουλειές που την έβαζαν να κάνει εκείνοι…»
Σελ. 21:
«Απ’ όταν πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά με κοίμιζε μαζί της.
[…] Εγώ περνούσα ωραία με τη μαμά, όταν φορούσε το λουλουδένιο φουστάνι της και μ’ έπαιρνε αγκαλιά. […] Η μαμά μου το βράδυ έτρωγε πάντα τελευταία αυτό που περίσσευε από το φαϊ μας. […] Εκείνο το βράδυ… Μέχρι να έρθει η μαμά στο κρεβάτι, εγώ κοίταζα το φως του φεγγαριού που έμπαινε από την ανοιχτή πόρτα κι έμοιαζε με χαλί… Η μαμά είχε βγει λίγο έξω στην αυλή. Όμως σε λίγο, είδα πάνω στο άσπρο χαλί δύο μεγάλες σκιές κι από πίσω από τις σκιές εκείνους να κρατάνε τη μαμά μου, που δεν περπατούσε και τα πόδια της σερνότανε. Μπήκα στα πόδια τους κι εκείνοι μ’ έσπρωξαν και κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι. Όταν βγήκα από εκεί και πήγα στη μαμά, αυτή κρεμότανε μ’ ένα χοντρό σκοινί από ένα δοκάρι στο ταβάνι.»

Σελ. 24, η δεύτερη μαμά
Αφού λοιπόν πέθαναν οι γονείς της, όλα τ’ αδέρφια σκορπίστηκαν, μοιράστηκαν σε άλλες οικογένειες, ενώ την ηρωίδα (που ήταν η μικρότερη και φιλάσθενη) την «γυρίζανε από σπίτι σε σπίτι σ’ άλλα χωριά… αλλά όλοι είχανε τα βάσανά τους»!
Ώσπου κάποιος τους είπε πως είχε έρθει στα μέρη τους από τη Γαλλία ένα αντρόγυνο που γύρευε να υιοθετήσει ένα κοριτσάκι.
Την έπλυναν, της έραψαν κι ένα φουστανάκι, αλλά αυτή κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι με το μακρύ τραπεζομάντηλο. Από κει είδε «μια ψηλή γυναίκα (με αδύνατα πόδια, με γυαλιά, άσπρα μαλλιά και μια χρωματιστή τσάντα) να της χαμογελά και να κλαίει. Αυτή θα είναι η δεύτερη μητέρα της (από τη Γαλλία), που θα τη συνοδεύει στο ταξίδι της ζωής της σ’ όλο το υπόλοιπο μυθιστόρημα. 
Και ο γαλλικός τίτλος του βιβλίου είναι τα λόγια που προφέρει η νέα της μητέρα κάθε φορά που, ενώ συζητάει με τον σύζυγό της είτε με άλλους,  πλησιάζει η μικρή. Αμέσως αλλάζουν θέμα συζήτησης: Όλοι γύρω της έχουν μυστικά.

Από τη σελίδα 42 κεφάλαιο ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ
«Πάντα, όταν η μαμά μιλάει με κάποιον κι εγώ πλησιάζω, εκείνη λέει «σιλάνς σιλβουπλέ» κι αλλάζει κουβέντα… Υπάρχουν μυστικά για τους πρώτους γονείς μου, για εκείνους, για το κόμμα της μαμάς και του μπαμπά, για τους συγγενείς, για τους χωριανούς, για την υγεία μου, για τα κορίτσια και τα αγόρια που «τα έχουν»…»
Η μικρή αυτή αφηγήτρια, με την καθαρότητα και την απλότητα στη γλώσσα και στη σκέψη της, ουσιαστικά καταγγέλλει, σπάει τη σιωπή, την αποδοκιμάζει. Θέλει να μιλάνε φανερά και ελληνικά για όλους και για όλα. Αυτό προσπαθούν να κάνουν με τα γραπτά της το κοριτσάκι και με το μυθιστόρημά της η συγγραφέας. Να αποκαλύψουν τον μύθο, το μυστήριο και τα μυστικά: ποιοι είναι τελικά εκείνοι με τα τουφέκια, που σκότωσαν τη μαμά της και τον γείτονα; Ποιες είναι οι σκιές που την καταδιώκουν; Την απάντηση θα τη βρούμε στο τέλος του μυθιστορήματος.
Το  βιβλίο όμως δεν είναι μόνο άσπρο-μαύρο. Έχει εικόνες, γεύσεις και μυρουδιές Κρήτης, χρώματα κι αρώματα…
Σελ. 30:
Το πιο όμορφο λουλούδι βγαίνει στο χωριό μου και το λένε μανουσάκι. Βγαίνουνε και πολλά άλλα όμορφα λουλούδια. Στον κήπο μας φυτεύουμε ζίνιες, βασιλικό, γλυκό ματάκι, κουμαράκι, ζουμπούλια, φρέζες, φούλι και άλλα.
Σελ. 120:
Στο χωριό μου έχουμε ονόματα λουλούδια και λουλούδια ονόματα: Ρόδω, Γαρυφαλλιά, Βιολέττα, Τριανταφυλλιά.
Σελ. 77:
Μαζεύει σαλιγκάρια (χοχλιούς, κοχλίδια) με τον πατέρα της και χόρτα με τη μητέρα της, για να κάνουν καλτσούνια. Εκτός από καλτσούνια όμως μυρίζει και βουνίσιο τσάι, μαλοτήρα, που έφτιαχνε συχνά η μητέρα της.
Μυρίζει Κρήτη, θυμίζει Κρήτη, αλλά δεν μπορώ να μην κάνω πάλι μια σχετική διακειμενική αναφορά στην ποιήτρια Μαρινέλλα Βλαχάκη, διαβάζοντας από την ποιητική Συλλογή «Τα πολύτιμα», το ποίημα «Νόστιμον ήμαρ»:
Όσο περνούν τα χρόνια
Τόσο πιο πολύ μιλώ με τους ανθρώπους μου που έχουν φύγει.
Κι όλο και περισσότερο τους νιώθω δίπλα μου.
 Μάλιστα χθες, έφαγα παρέα με τους γονείς μου «πατάτες με τα μάραθα». Πεντανόστιμες!

Κρητικές λύρες στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, ο Ερωτόκριτος, οι μαντινάδες και οι μπαλωθιές είναι ήχοι από το βιβλίο, ήχοι από την Κρήτη…

Θα κλείσω την παρουσίαση με το ποίημά της Εξήγηση:
Όχι
δεν σκάβω για να δραπετεύσω.
Μια νερατζιά λέω να φυτέψω,
Μήπως με τ’ άνθη της
ευωδιάσει λιγάκι η ζωή μου!

Η Νερατζιά της Μαρινέλλας Βλαχάκη είναι το έργο της (ποίηση – πεζογραφία – θέατρο) που ανθίζει και ευωδιάζει τις ζωές όλων μας και γι’ αυτό την ευγνωμονούμε.
Σας ευχαριστώ

Παρουσίαση: Καρδίτσα 3-4-2012



Σιλάνς_03.04.12 @παυσίλυπον
Δημήτρης Ντανόπουλος


Πρωτόδα την εικόνα της στην τηλεοπτική οθόνη.
Άνοιξα, όμως, το βιβλίο της και μπήκα στον κόσμο της. Χώθηκα στην παιδική της ηλικία που μου τη φανέρωσε σαν μια ψυχαναλυτική βουτιά, όπου κανείς ψάχνει να βρει πού άφησε το νήμα της ζωής του για να το ξαναπιάσει.
Ένα κορίτσι που αναζητά την ταυτότητά του και όλοι προσπαθούν να το αλλάξουν, ακόμα και κατ’ όνομα, να του προσθέσουν και κάτι:
Στην αρχή «μια χοντρή ζακέτα από ακατέργαστο μαλλί αποπλεξίδια μιας φανέλας του πατέρα και ενός γιλέκου της μάνας…»
Μετά ένα «μαύρο φορεμένο πουκάμισο, μια μεγάλη παραμάνα στο στήθος».
Ύστερα ένα «κατακόκκινο παλτό εφαρμοστό στο γιακά…, όπου κέντησαν «σιλάνς σιλβουπλέ»».
Πιο μετά ένα «ροζ νυφικό».
Επιθυμίες άφωνες, άμορφες για χρόνια. Έβλεπε τη ζωή του μέσα από παραμορφωτικά φίλτρα, ελάχιστες χαραμάδες, κρυψώνες.
Ένα κορίτσι που απουσίαζε από τη ζωή του.
Μια ζωή χειροποίητη.
Ένας πυκνοκατοικημένος πολυπρόσωπος μικρόκοσμος σ’ ένα χωριό της Δυτικής Κρήτης:
Πυκνή γραφή με βάθος σε ένα σύντομο κείμενο: «Αλήθεια, όχι φλυαρία», μου είπε στην πρώτη μας συνομιλία. Υπάρχουν «πολλές ζωές» μέσα του.
Λέξεις – υπερσύνδεσμοι. Μια επιφάνεια σαν κομματιασμένο παζλ που κάθε του κομμάτι μια καταπακτή που σε βυθίζει. Κειμενικό Patchwork: Σημειώματα, μαθητικές εκθέσεις, σημειώματα ημερολογίου, ανεπίδοτες επιστολές.
Μια ιδιωτική γραφή που παραδίδεται στον ανοιχτό αέρα και εκτίθεται στη δημόσια σφαίρα. Ανακομιδή κρυμμένων μυστικών.
Όλοι έχουν θαμμένα μυστικά στις μικρές κοινωνίες. Κανένας δεν πρέπει να μιλάει γι’ αυτά.
Γραφή γυναικεία.
Η γυναίκα ως παιδί κι ως έφηβη: το σοκ της πρώτης περιόδου.
Η θέση της γυναίκας στην επαρχία της Κρήτης στη δεκαετία του ’50 και του ’60: ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες που οδηγούν στο στόμα του πηγαδιού ή στη θηλιά ενός σχοινιού. Γάμοι γυναικών υποχρεωτικοί, όπου τους άντρες τούς επέλεγαν οι γονείς ή, πιο συγκεκριμένα, ο πατέρας.
Ο πατέρας – αφέντης που ξέρει από φύτεμα και μπόλιασμα δέντρων και πάει στο καφενείο για μαλοτήρα και τσικουδιά. Δεν ήταν λίγες οι κρασοκανάτες και τα «χαμένα κορμιά» που τρώγαν τα λεφτά από το λάδι και τις ελιές.
Κι η γυναίκα που αλίμονό της αν μείνει και «χήρα πράμα». Ζυμώνει, φουρνίζει, φτιάχνει λαδοκούλουρα για το σχολείο, μοιρολογά, ετοιμάζει τα προικιά της.
Ο γάμος ήταν πολύ σημαντικό πράγμα. Προξενήτρες πηγαινοέρχονταν, ενώ νεαρά ζευγάρια αναγκάζονταν να κλεφτούνε.
Η Μαρινέλλα δε μιλά στο βιβλίο μόνο για τον εαυτό της.
Η Βιογραφία ως καταγραφή ανάμνησης έναντι της Εθνογραφίας, της καταγραφής της ιστορικότητας, της αναπαράστασης της πραγματικότητας. Μια Εθνογραφία από μέσα. Η Μαρινέλλα μεσολαβεί για να μας παρουσιάσει το παρελθόν. Είναι η ανεπίσημη μνήμη της μικρής της κοινωνίας. Η αντι-μνήμη.
Η επίσημη ιστορία καταγράφει τον πόλεμο του ’40, την κατοχή. Στο βιβλίο της Μαρινέλλας ακούγονται ακόμα οι μπαλωθιές μετά τον εμφύλιο και το διάγγελμα της δικτατορίας του Παπαδόπουλου το ’67. «Οι μαύροι», «οι δεξιοί» εναντίον των αριστερών. Η παύση του κομμουνιστή προέδρου από τη δικτατορία.
Ο Λόγος του γυναικείου και του αντρικού φύλου, της κοινότητας, του διαφορετικού, των άλλων (εκτός κοινότητας), της αριστεράς, της δεξιάς, του κράτους, του έθνους.
Μιλά για τους γέρους που, όταν είχαν μόνο την ευχή τους να δώσουν, οι πιο πολλοί τους θέλαν πεθαμένους. Μέναν σε κελάκια έξω από το κυρίως σπίτι και καμιά φορά αυτοκτονούσαν, πέφτοντας στις στέρνες.
Τα παιδιά που βρίσκαν εύκολα παιχνίδι, ακόμα και με τις πευκοβελόνες. Είχαν δέντρα – μάνες, ξέραν καλά από αγροτικές δουλειές κι η σεξουαλική τους διαπαιδαγώγηση αφηνόταν μόνο στην παρατήρηση.
Και πώς ήταν το σχολείο στ’ ασπρόμαυρα χρόνια;
Με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με χειροτεχνίες, εκδρομές, μια δασκάλα για να μαλώνει, εικόνες του βασιλιά και της βασίλισσας στον τοίχο και μια βέργα που έσπαγε στα χέρια.
Μια εσωστρεφής κοινότητα ανθρώπων που ήξερε από αλληλεγγύη κι αλληλοβοήθεια. Η δημόσια κι ιδιωτική σφαίρα βρισκόταν σε μια σύγχυση. Δημόσιες συναντήσεις ανθρώπων, γιορτές, πανηγύρια, ανταλλαγές επισκέψεων, άνθρωποι στο σπίτι, κουτσομπολιό.
Δύσκολο στο χωριό να είσαι γέρος, ανήμπορος, ψυχικά άρρωστος ή τρελός.
Πρακτική ιατρική, αρρώστιες: αδενοπάθειες, φυματίωση, τέτανος.
Η Μαρινέλλα…
Μια προσωπικότητα διττή: Αγροτική μαζί και αστική. Σαν και τις δυο εσωτερικές πατρίδες της παιδικής της ηλικίας, σαν και τα δυο σπίτια που μεγάλωσε: το πρώτο με το στάβλο μες στο σπίτι και κελάκια και το δεύτερο: αρχοντικό με θέα προς τη θάλασσα και ξεχωριστό δωμάτιο για κρεβατοκάμαρα.
Σαν ξενιτεμένο, σαν μουσαφιράκι, από τη μια οικογένεια στην άλλη. Ταξίδι στο ανοίκειο, στο ξένο. «Υιοθεσία».
Η νεαρή μητέρα με τα μακριά ξανθά μαλλιά γίνεται μια μεγάλη κυρία με κοντά άσπρα μαλλιά και γυαλάκια. Οι γυναίκες με το μαντίλι στο κεφάλι κι η καινούρια μαμά με την πολύχρωμη τσάντα.
Κι ο ανάπηρος πατέρας που έφτιαχνε κουτάλες ξύλινες για να φέρει ένα κουλούρι πίσω δώρο γίνεται ένας κομμουνιστής διανοούμενος που τον έστειλαν οι γονείς του στη Γαλλία στα 17 του, με πολλούς φίλους στο Παρίσι, που έτυχε να παίξει κομπάρσος περιμένοντας στην ίδια ουρά με τον Τσάρλι Τσάπλιν.
Η ζωή πριν και μετά τις Σκιές. Οι Σκιές Εκείνων που κατοικούσαν στα μυστικά και κανείς δεν τολμούσε να ονοματίσει. Ο φόβος κι ο τρόμος. Εκείνοι· που «η ζωή τους απόχτησε μεγαλύτερη αξία από την ιδέα τους».
Από τη μια η μάνα που τη γεννά στο θερισμένο χωράφι κι από την άλλη η μάνα που ζωγραφίζει.
Είναι οι μόνοι στο χωριό που γιορτάζουν την Πρωτομαγιά ως «εργατική», που στη μαμά της θυμίζει τη Βουλόνη. Δεν επιτρέπεται στο κορίτσι να παίζει με τ’ άλλα παιδιά. Οι νέοι γονείς πάνε κόντρα στα έθιμα, δε συμπαθούν την αστυνομία, το Βενιζέλο καθώς και την ιδεολογία του σχολείου. Ωστόσο, η μαμά του, παρόλο που νευριάζει με την καμπάνα όταν χτυπά νεκρικά και με το κάψιμο του Ιούδα, πηγαίνει στην εκκλησία, κάνει το σταυρό της και τάζει το κορίτσι στον Άγιο Παντελεήμονα.
Δεν είναι λίγο να ‘ναι το σπίτι σου στην πλατεία του χωριού που σφύζει από φωνές παιδιών, που τυχαίνει να ‘ναι και η αυλή της εκκλησίας, να ‘ναι ο μπαμπάς σου πρόεδρος του χωριού, αλλά εσύ να μην πρέπει να παίζεις με τ’ άλλα παιδιά.
Ο πρόεδρος που θέλει να κάνει το χωριό σοσιαλιστικό μοντέλο, βιβλιοθήκη στα γραφεία του κόμματος … Οι νέοι γονείς που μιλούν γαλλικά μεταξύ τους, κυρίως όταν θέλουν να πουν μυστικά. Ο Τίνο Ρόσι που ακούγεται στο φωνόγραφο. Τα παράσιτα της Ντόιτσε Βέλλε από το ράδιο, καθώς και καμιά βιτσιά από τη τζανεριά στου κήπου.
Δεν είναι λίγο να μπαινοβγαίνει στο σπίτι σου η Έλλη Αλεξίου, να ακούς ιστορίες για το φίλο Καζαντζάκη και να ακούς να διαβάζουν το «Βίος και Πολιτεία».
Μπορεί να έμεινε μετεξεταστέα στα νέα ελληνικά στο γυμνάσιο, αλλά κάτι από τα παιδικά της χρόνια μαρτυρούσε πως θα ‘γραφε ποιήματα στην ενήλικη ζωή της, παραμύθια, διηγήματα, θα γινόταν ηθοποιός στο θέατρο.
Κάτι την τραβά πιο κοντά στη φύση.
Ο μπαμπάς της ήθελε να την κάνει καλή αγρότισσα με κοινωνική μόρφωση. Γι’ αυτό και της έμαθε να μπολιάζει τα δέντρα.
Και στην Κρήτη είναι πλούσια η φύση:
Δέντρα, φυτά, λουλούδια στις αυλές και βασιλικός στην αλιτάνα. Λουλούδια ονόματα γυναικών, λουλούδια που μυρίζουν ωραία.
Πολλά ζώα: Άλλοτε ψοφισμένα, άλλοτε παιχνίδι στα χέρια ή στα πόδια παιδιών: ζωντανά στην ξεροστέρνα. Αλλά και χρήσιμα: Η κατσίκα, το γαϊδούρι, οι κότες. Ένα όμως το πιο αγαπημένο: το μαύρο γατί.
Πολύ φαγητό: βραστάρι, μέλι, σφαράγγια, χόρτα, μανίτες, χοχλιοί, πατάτες με μάραθα, τσιγαριστά χόρτα, κρασί, πετουμέζι, φάβα, τσακιστές ελιές…
Και μια ατμόσφαιρα σκοτεινή: εφιάλτες, κηδείες, μνημόσυνα, αρρώστιες, πυρετός, σκιές, μυστικά, παράσιτα ραδιοφώνου και βοή από μέλισσες.
Τα χρόνια πέρασαν και μύριζαν φλούδα από ευκάλυπτο και ναφθαλίνη.
Εκείνοι έγιναν ήρωες κι εκείνη μια Πρωτομαγιά έφερε τα μυστικά της να οξειδωθούν στον αέρα· και τη σκουριά τους την τύπωσε σε βιβλία.
Και διάλεξε τη σιωπή για να φωνάξει με τα λόγια της σιωπηλής γυναίκας στο Σιλάνς: «Θα τη βρεις την ξαστεριά!»
Τις απαντήσεις της τις βρήκε η Μαρινέλλα. Έδωσε βροντερό παρόν.
Πέρασαν τα χρόνια και το κορίτσι μεγάλωσε και φόρεσε φουστάνι κατάλευκο.
Πού; Πώς βρήκε όλη αυτή την αισιοδοξία και τη δύναμη; Ποιο το αντίδοτο;
Οι στίχοι στα ποιήματά της:
«[Ελευθερία] / Με παρηγορεί που ο χρόνος είναι αειθαλής / κι ας είναι η ζωή μας φυλλλοβόλα.»
 «[Γυρολόγος] / Πιτήδεια κομμένα τα πολλαπλά επανωφόρια / υφασμένα τώρα σε κουρελού. / Δεν πουλώ. / Μόνο χαρίζω. / Με την κουρελού στην πλάτη μου / γυρνώ στους δρόμους. / Δεν πουλώ. Μόνο χαρίζω.»

Την ευχαριστούμε που μας χάρισε τα μυστικά της.

Παρουσίαση: ΙΑΝΟΣ 15-3-2012



Από Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη Ηθοποιό

Καλησπέρα,

Καλωσήρθατε, χαλαρώστε, βολευτείτε στη θέση σας, κλείστε τα κινητά σας και... “Σιλάνς σιλβουπλέ!” της Μαρινέλλας Βλαχάκη.

Το διάβασα το “Σιλάνς σιλβουπλέ” το καλοκαίρι που μας πέρασε στην Κρήτη.
Μου το έδωσε ο παπάς του χωριού μας, πήγε χέρι - χέρι γιατί είχε εξαντληθεί η πρώτη του έκδοση.
Μέσα σ’ ένα φαράγγι που ο Παπα-Γιάννης έχει διαμορφώσει με προσωπική εργασία, ησυχαστήριο, τόπο προσευχής και αναψυχής, υπήρχε μια πολύ παλιά εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μέσα κυριολεκτικά στο βράχο, εκεί γνώρισα τη Μαρινέλλα, μια βραδυά στις αρχές του Αυγούστου.

Είχε επισκεφθεί το χωριό μας έχοντας στις αποσκευές της, μια μεγάλη της αγάπη, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Ήταν μια βραδιά, πώς είμαστε τώρα εδώ μαζεμένοι; ...καμμία σχέση!
Φανταστείτε, καλοκαίρι, δειλινό, μέσα στις χαρουπιές, τους δρύς, τις καρυδιές, τα αρώματα της ρίγανης και του φασκόμηλου, όλο το χωριό μαζεμένο και η ζεστή φωνή της Μαρινέλλας να μας οδηγεί στις παλιότερες εποχές, στην ψυχική και γλωσσική ιδιοφυϊα του Σκιαθίτη.

Γίνονται τέτοια ...events λοιπόν, στα μικρά χωριουδάκια, από ανθρώπους σαν τη Μαρινέλλα, το γιό της Λεωνίδα και την παρέα του, που μας έπαιξε με την κιθάρα του αγαπημένα τραγούδια, τραγουδήσαμε όλοι μέχρι αργά το βράδυ, με ρακές και πολλά κεράσματα από τις γυναίκες του χωριού.

Μιά βραδυά που θα τη θυμόμαστε όλοι εμείς οι τυχεροί που βρεθήκαμε εκεί.

Ανάμεσα λοιπόν στις μουσικές του Λεωνίδα, ήρθε το “Σιλανς σιλβουπλέ” στα χέρια μου και άρχισα να του ρίχνω τις πρώτες ματιές. Και κόλησα. Το διάβασα εκεί.

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Αφηγητής είναι ένα μικρό κορίτσι, που γράφει όπως σκέφτονται τα παιδιά, γι΄αυτά που νιώθει, βλέπει, φοβάται, θέλει, δε θέλει, εύχεται. Γράφει μικρά σημειώματα που τα κρύβει στη σχισμή ενός βράχου. Τα προορίζει για το Μάριο και τη Μαρίτσα, φίλους των γονιών της, που ζούσαν στη Γαλλία.

10ετία του ΄60 στην Κρήτη. Ήμουν και ΄γω εκεί.
Διαβάζοντας το βιβλίο της Μαρινέλας μου ξανάρθε η μυρωδιά που ένιωσα την πρώτη φορά που πήγα στην Κρήτη, ήμουνα στην τρίτη δημοτικού... Η Κρήτη μυρίζει διαφορετικά.

Είναι κάποιο χόρτο, το χώμα, κάτι. Από εκεί μέσα βγαίνουν τα γραφτά της μικρής που το όνομά της είναι Σφανταχτό, δηλαδή αερικό. Έτσι τη φωνάζει η “δεύτερη μαμά” της.

Το Σφανταχτό ταυτίζεται και νιώθει τον πόνο απ’ όπου και αν προέρχεται, τόσο που εξαφανίζεται μέσα του, γίνεται ένα μαζί του, βυθίζεται και παραδέρνει, αυτή η μικρή αλεξικέραυνο. Είναι απόλυτα συντονισμένη με τη φύση.

Εκεί, μέσα στη βροχή, το χαλάζι, τους κεραυνούς, τα δέντρα, τα ζώα, τη θάλασσα, τα πουλιά, βρίσκει την παρηγοριά και τη θεραπεία της, όταν ο κόσμος των μεγάλων γίνεται σκληρός, άδικος, απειλητικός, παρανοϊκός.

Εκεί βρίσκει τις απαντήσεις. Το βάλσαμο που της χρειάζεται για να γιατρέψει μόνη της, τις μεγάλες της απώλειες, τις βαθιές πληγές της. Όταν ξαστερώσει, το μυαλό της βγαίνει απ’ αυτές τις δοκιμασίες, πιο δυνατό, πιο διεισδυτικό, πιο ελεύθερο. Κάπου έχω ακούσει ότι τα “δάκρυα” καθαρίζουν την ψυχή.

Η ψυχή της αγαπά, συμπονά, συγχωρεί, γι’ αυτό και είναι τόσο δυνατή και  κατορθώνει, όλο αυτό το δυσβάσταχτο για τους παιδικούς της ώμους, οικογενειακό φορτίο που κληρονόμησε, να το κάνει τέχνη.

Λογοτεχνία που κλείνει το μάτι με χιούμορ στην ζωή και την αγκαλιάζει με αγάπη.
Γιατί, όπως μου είπε σε ανύποπτο χρόνο η Μαρινέλλα, δεν περνάει μέρα που να μη δει την ανατολή της, να μη χαρεί το σκάσιμο του ήλιου μέσα από τη νύχτα.

Οι εικόνες που ξεπηδούν, ξεκολούν από τις τυπωμένες σελίδες, είναι το “Αμαρκορντ” της Μαρινέλλας.
Και τις περιμένουμε με ανυπονησία στη μεγάλη οθόνη από το Θοδωρή Παπαδουλάκη, γιατί αυτή είναι η πατρίδα μας, είμαστε εμείς και έχει σημασία, τώρα, σήμερα, να ξέρουμε από πού ερχόμαστε, πώς είναι μια θυμωνιά στάχυα από το χωριό μας.

Μαρινέλλα μου, σ’ ευχαριστώ για την τιμή που μου ΄κανες να μιλήσω για το βιβλίο σου.
Σας ευχαριστώ και σας που με ακούσατε.



Χανιώτικα Νέα / 19-03-2012

Σιλάνς σιλβουπλέ Μαρινέλλας Βλαχάκη


ΑΦΟΡΜΕΣ


Γράφει η ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΕΓΡΕΔΑΚΗ



'Η μαμά μου, άμα φεύγανε όλοι, έπαιρνε το λουλουδένιο φουστάνι που κρεμότανε πίσω από την πόρτα, το φορούσε, καθόμαστε οι δυο μας στο κρεβάτι και παίζαμε με τα μεγάλα τριαντάφυλλα.
Η μαμά ύστερα σηκωνότανε, γύριζε γύρω - γύρω και γέμιζε ο τόπος λουλούδια!
Πολλά χρωματιστά λουλούδια και γελούσε η μαμά κι ήτανε χαρούμενη. Μετά εγώ κοιμόμουνα πάνω στο φουστάνι της μαμάς το λουλουδένιο'.
Το λουλουδένιο φουστάνι, σελίδα 19 'Σιλάνς σιλβουπλέ'.
Νέα έκδοση - Μετρονόμος 2011
Πρώτη έκδοση - Κέδρος 2006
(Παρουσίαση από τη γράφουσα Ν. Ορίζοντες, Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2007, σελίδα 10).
...Οι εκατό τόσες μικρές ιστορίες της Μαρινέλλας, που συντελούνται στην ταραγμένη ακόμη δεκαετία του ?60 κι ένα μικρό κοριτσάκι ορά και καθορά τα τεκτενόμενα, που το παρασύρουν και το χαράσσουν, είναι έκδηλες, μιας κοινωνικής 'ΠΟΙΗΣΗΣ', κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Οι ιστορίες αυτές είναι ενδεικτικές και μάρτυρες αψευδείς της εποχής και των ιδιαίτερων προσωπικών προβλημάτων της συγκεκριμένης οικογένειας.
Ο καμβάς είναι ο καιρός, τα σκοτεινά, ασταθή, ρευστά χρόνια, τα αδικημένα χρόνια...
Η προσωπική γραφή της Μαρινέλλας, αφήγηση τρυφερή, αγιασμένη, ρέει γλαφυρά, σαν ζεστό κύμα... Εχει ένα δωρικό γνώρισμα, ρεαλιστικά ποιητικό... Ξεχειλίζει σε λόγο λιτό απολύτως αφτιασίδωτο, που αφήνει τον αναγνώστη να πάει τη σκέψη του παραπέρα..., στους συγκλονιστικούς συνειρμούς.
Η γλυκύτατη παιδική απλότητα του αθώου λόγου αποτυπώνει το πικρό, το θλιβερό, το άδικο, το πένθιμο, το έλλειμμα αγωγής ακόμη, δίχως παράπονο κρίση ή κατηγορία· όμως, η γνωστική και συναισθηματική πληροφορία λειτουργεί γονιμοποιητικά, καταγγελτικά και ηθικά. Στοχασμός και αφαιρετικότητα παιδικά, που δεν γνωρίζουν -ίσως- την τόσο ενδιαφέρουσα ουσία των λεγομένων για όσους πληροφορούνται.
Μια αφήγηση κειμηλιακή, να το πω έτσι, αυτές οι μνήμες του παιδιού που τις κράτησε στις κρυμμένες σε βράχο γραφές, αλλά και στην ψυχή του και μας τις παραχωρεί σήμερα φιλτραρισμένες με την ωριμότητα του γυναικείου λογισμού.
Της ενήλικης γυναίκας, ως δώρο προσωπικής υπαρξιακής περιπέτειας, αλλά και ιστορικό ντοκουμέντο, για τα πάθη ευρισκόμενα δυστυχώς, σε άνθιση, στην ορεινή ενδοχώρα του Νομού. Η ειλικρίνεια λοιπόν και ο αυθορμητισμός ενός μικρού κοριτσιού, υπηρετούν και την ιστορικότητα αυτών των χρόνων, δίχως αμφισβήτηση καμιά, προσφορά στη μνήμη και στη συνείδηση των αναγνωστών μας.

Το 'Σιλάνς σιλβουπλέ' τιμήθηκε με την επιλογή του Θοδωρή Παπαδουλάκη, του σκηνοθέτη (ΜΑΣ) να γυριστεί ταινία, αξιοποιώντας σημαντικό μέρος του.
Το 'Σιλάνς σιλβουπλέ', θα παρουσιάσει και η γράφουσα με επιθυμία της δημιουργού και είναι για μένα ιδιαίτερη τιμή και χαρά.
Στην Κίσαμο μετά το Πάσχα, η πολύπλευρη και πολυτάλαντη καλλιτεχνική οντότητα της Μαρινέλλας θα κάνει την ευρύτερη γνωριμία της με το κοινό μας.
Όλα ωραία, με την αγάπη μας.

'Η ποίηση αποβραδίς χτυπούσε πόρτες και παράθυρα.
Το πρωί, κάτω απ’ την πόρτα, στην αυλή και ως το δρόμο, χαρτιά με στίχους, τσαλακωμένα...
Τι κι αν δεν άνοιξα την πόρτα, τι κι αν άλλαξα πλευρό'.
(Μαρινέλλα Βλαχάκη - Τα  πολύτιμα)


Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, έπεται σε μια δυο μέρες...
Επί τούτου, το ένθετο, λοιπόν, με στίχους της δημιουργού στην οποία αφιερώνονται οι 'Αφορμές'. 

Επιπλέον δημοσιεύματα:



@@@


@@@


@@@


«Φιλόπολις 22» Νοέμβριος 2008, σελ. 11

Μαρινέλλα Βλαχάκη «σιλανς σιλβουπλέ» Εκδόσεις Κέδρος, μυθιστόρημα, 2006.

Η Μαρινέλλα Βλαχάκη, γεννήθηκε στα Χανιά, όπου ζει και εργάζεται. Έχοντας ιδρύσει την Εταιρεία Τέχνης «ΒΙΟΛΕΤΤΑ» δραστηριοποιείται στην οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, κυρίως θεατρικών παραγωγών βασισμένων σε λογοτεχνικά κείμενα. Το κείμενο που περιέχει το εν λόγω βιβλίο, με τον παράξενο τίτλο, «σιλανς σιλβουπλέ» είναι πράγματι γοητευτικό. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου γράφεται: «σκέψεις, εξομολογήσεις, εκθέσεις ενός μικρού κοριτσιού που μεγαλώνει σ’ ένα χωριό της Κρήτης στη δεκαετία του 1960. Αφήγηση άμεση, ρεαλιστική και συνάμα ποιητική…», θα πρόσθετα σκληρή και υπόγεια, γεμάτη υπαινιγμούς, αφήγηση μιας εποχής από μόνη της πικρής, όπου το κλίμα της δεκαετίας δίδεται με γλαφυρότητα, φράσεις σχεδόν κοφτές, πλήρεις νοήματος, ανασύρει τις μνήμες μιας ολόκληρης γενιάς. Το κείμενο πρέπει να είναι αυτοβιογραφικό, στον πρόλογο η συγγραφέας ευθαρσώς το αναφέρει, όμως αυτό δεν στερεί στον αναγνώστη ούτε στιγμή την απόλαυση της ανάγνωσης. Βοηθά και η «αποσπασματικότητα» του κειμένου, τα κεφάλαια μοιάζουν με σπαράγματα μιας ζοφερά βιωμένης πραγματικότητας, αλλά κυρίως η ποιητική γλώσσα του. Ένα απόσπασμα:

ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΕΝΙΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ

«Η μαμά μου, άμα φεύγανε όλοι, έπαιρνε το λουλουδένιο φουστάνι που κρεμότανε πίσω από την πόρτα, το φορούσε και καθόμαστε οι δυο μας στο κρεβάτι και παίζαμε με τα μεγάλα τριαντάφυλλα. Η μαμά ύστερα γύριζε γύρω – γύρω και η φούστα γινότανε χρωματιστή ομπρέλα, και γελούσε η μαμά κι ήταν χαρούμενη. Μετά κοιμόμουνα πάνω στο φουστάνι της μαμάς το λουλουδένιο».

Νίκη Τρουλλινού

 @@@

 

«Χανιώτικα Νέα της Δευτέρας» Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2007

«ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ!»

Γράφει ο: Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

 

Κοινωνώντας τις δυσκολίες Και μια και δυο και τρεις και περισσότερες φορές διαβάζεται το βιβλίο της Μαρινέλλας Βλαχάκη «Σιλάνς Σιλβουπλέ», που κυκλοφορήθηκε το 2006 απ’ τις εκδόσεις «Κέδρος». Για ένα μυθιστόρημα που κάθε του κεφάλαιο διαβάζεται και σαν αυτοτελές διήγημα ή και ποιήμα, μα και μια συλλογή διηγημάτων ή και ποιημάτων που όλα μαζί συνθέτουν ένα μυθιστόρημα, πρόκεται. Για μια τοιχοποιία της δεκαετίας του ’60 σ’ ένα χωριό της Κρήτης αποσπασματικά ολοκληρωμένη, αγωνιοόυσα, ασθμαίνουσα πολλάκις δακρυχέουσα και κάποτε αιμάσσουσα, τρυφερή και σκληρή ταυτόχρονα, σε κάθε περίπτωση. Συνεχείς οι γροθιές που νιώθεις στο στομάχι διαβάζοντας, διαρκής ο δίαυλος επικοινωνίας με τη συγγραφέα, αμείωτο το ενδιαφέρον για τη συνέχεια, για την τύχη του μικρού κοριτσιού που δυσκολεύεται στο κοινωνείν, μα που ωστόσο κοινωνεί μεγαλώνοντας ημέρα την ημέρα και χρόνο τον χρόνο όλων των ειδών τις δυσκολίες. Πανταχού παρούσες και πάντα πληρούσες οι σκιές, κι ενώ «τα μυστικά μοιάζουν με τους ψύλλους και σε φαγουριάζουνε», στις σελίδες του βιβλίου, σελίδες που θα πρέπει να επιστρέψεις πάλι και πάλι για επιπλέον παράλληλες ματιές. Και ο γράφων, ως εις εκ των αναγνωστών μαρτυρεί περί τούτου. Έντονη παρουσία Το «Σιλάνς Σιλβουπλέ» είναι το 12ο κατά σειρά βιβλίο της Μαρινέλλας Βλαχάκη. Τα προηγούμενα είναι: «Κόκκινη άμμος» (ποίηση), «Μικρή προσευχή» (ποίηση), «Το χρυσάφι του ασπαλάθου» (ποίηση), «Το νησί ταξιδεύει» (ερωτικά ποιήματα), «Το κατάλευκο μεταξωτό φουστάνι» (παραμύθι για μεγάλους), «Η γιαγιά Πηνελόπη» (παραμύθι για μεγάλους), «Τα μεταξένια φτερά» (σειρά παραμυθιών για μεγάλους), «Ατραπός» (ποίηση), «Ιερή μέθη» (ποίηση), «Καθ’ οδόν» (ανθολογία για όλες τις συλλογές) και «Η μαμά Φάφη» (παραμύθι που τυπώθηκε σε ημερολίο). Κι όλα αυτά μέσα σε 15 χρόνια. Εντυπωσιακό! Βέβαια ουκ εν τω πολλώ το ευ αλλά εν τω ευ το πολύ. Καμμία αντίρρηση. Μόνο που στην περίπτωση της Μαρινέλλας Βλαχάκη το «πολύ» δεν είναι σε βάρος του «ευ». Τίποτα δεν αποκλείει την συνύπαρξη τους, εξάλλου, σε έργα δημιουργών. Ούτως ή άλλως η συμπολίτις μας συγγραφέας που με το «Σιλάνς Σιλβουπλέ» και λόγω γιατί εκδόθηκε απ’ τον «Κέδρο», καθιερώνεται ευρύτερα, έχει έντονη παρουσία στα πολιτισμικά πράγματα του τόπου μας. Να μην ξεχνούμε ότι είναι αυτή που από το 2000 έχει ιδρύσει και διευθύνει τη γνωστή Εταιρεία Τέχνης «Βιολέττα» που μέσω αυτής οργανώνει ποικίλες εκδηλώσεις με έμφαση στις θεατρικές παραγωγής που βασίζονται σε λογοτεχνικά κείμενα.

 

 @@@


«Χανιώτικα Νέα» Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2006

Πνευματικά και Καλλιτεχνικά γεγονότα του τόπου μας

Γράφει ο: Σταμάτης Απ. Αποστολάκης Δάσκαλος – Λαογράφος

ΜΑΡΙΝΕΛΛΑΣ ΒΛΑΧΑΚΗ

«Σιλάνς Σιλβουπλέ» (μυθιστόρημα) Αθήνα 2006, σχ. 8ο, σελ. 242. εκδ. Κέδρος.

 

Σωστή δωδεκάδα έργων, συμπληρώνει με το σημερινό της με τίτλο «σιλάνς σιλβουπλέ» η δημιουργική συμπολίτισσά μας κ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, στο χώρο της Ποίησης και της Πεζογραφίας.

Η όλη της, βέβαια, δραστηριότητα και δυναμική, προχωρεί ακόμη παραπέρα, στα πολιτιστικά δρώμενα των Χανίων, όπου κι εδώ η προσφορά της προς τη γενέθλια γη, που κυριολεκτικά λατρεύει, είναι πολύ μεγάλη… Τώρα, με το πρόσφατο έργο της και τον πιο παράξενο τίτλο του «σιλάνς σιλβουπλέ» έχουμε στη διάθεσή μας «σκέψεις, εξομολογήσεις, εκθέσεις ενός μικρού κοριτσιού που μεγαλώνει σε ένα χωριό της Κρήτης στη δεκαετία του 1960. Η αφήγηση του κοριτσιού, άμεση, ρεαλιστική και συνάμα ποιητική, περιδιαβάζει τα κακοτράχαλα μυστικά δρομάκια του κόσμου του, με φυσικότητα που πηδάει ένα αγρίμι από βράχο σε βράχο στις πλαγιές του Ψηλορείτη.

Αυτό το «αγαπημένο, της, ημερολόγιο» μας κάνει κοινωνούς των «εγγραφών» της ζωής ενός «μικρού κοριτσιού» που ζει και ανασταίνεται στις δύσκολες εποχές των μεταπολεμικών χρόνων σε χωριό και μάλιστα στα μέσα σε διπλή ορφάνια, αν και οι θετοί δεύτεροι γονείς της, της δείχνουν αληθινή στοργή και της παρέχουν τις ανέσεις που έχουν δυνατότητα.

Η δημιουργός του «σιλάνς σιλβουπλέ» μας ζωντανεύει επίσης με τον τρόπο της, τα παράλληλα βιώματα του περίγυρού της και βέβαια της φύσης που κυριαρχεί στο κοντινό και μακρινό περιβάλλον της.

Πλούσιο το βιωματικό υλικό στο έργο, ενώ η Παράδοση είναι παρούα σε κάθε σελίδα καθώς κι ο λαϊκός λόγος. Μα πάνω απ’ όλα οι ψυχολογικές καταγραφές και παρατηρήσεις της Μαρινέλλας Βλαχάκη στις σημειώσεις της, στο ημερολόγιο που κρατούσε, σε σαγηνεύουν με το ανεπιτήδευτο προσωπικό ύφος της γραφής της, με την πάντοτε νεανική ευαισθησία της. Κι εκείνα τα μικρά και πολλά – σωστή εκατοντάδα – κεφαλαιάκια του έργου, με τους ιδιαίτερα προσεγμένους τίτλους των, σε σκλαβώνουν. Και σαν τελειώσεις την ανάγνωση του βιβλίου στέκεσαι στα περιεχόμενα (σ. 239-242) και ψάχνεις εκεί στους τίτλους των κεφαλαίων για να δεις ποιο θα ξαναδιαβάσεις. Εμείς σταθήκαμε στο μικρό κεφάλαιο με τίτλο «Η προπαραλήγουσα ποτέ δεν περισπάται» (σ. 205-6) και το ξαναδιαβάζομε. Χαρείτο το: «Σήμερα ήμουνα τόσο τυχερή που ντρέπομαι γι’ αυτό. Η δασκάλα μας είχε πει από χθες ότι δεν μας συγχωράει άλλη φορά και ότι σήμερα θα μας λέει να γράφομε και όσα παιδιά κάνουνε λάθος στον κανόνα «η προπαραλήγουσα ποτέ δεν περισπάται» θα φάνε ξυλιές με το χάρακα.  Όμως τα παιδιά μπερδευτήκανε και τον νόμισαν αλλιώς τον κανόνα και τα έκαναν όλα λάθος. Εγώ που δεν ξέρω κανένα κανόνα και το έγραψα όπως μου φαινόταν πιο όμορφο, ήτανε σωστό. Έφαγε όλη η τάξη ξυλιές με το χάρακα και μόνο εγώ δεν έφαγα. Η δασκάλα είπε πως πρώτη φορά κάνω κάτι σωστό και καλά θα κάνω να συνεχίσω έτσι. Νομίζω πως στεναχωρήθηκε λιγάκι που δεν μ’ έδειρε κι εμένα. Το μεσημέρι είπα στη μαμά και στον μπαμπά αυτό που είπε η δασκάλα και χαρήκανε πολύ. Πιο πολύ η μαμά, που υποφέρει με τα ορθογραφικά λάθη. Άρχισε αμέσως να μου λέει ότι έχει πολλά όνειρα για μένα και ότι θέλει να γίνω μορφωμένη και να ‘ναι περήφανη για μένα. Μα για να γίνει αυτό πρέπει να είμαι υπάκουη, να τρώω το φαγητό μου και να μην έχω τα μυαλά πάνω από το κεφάλι μου. Ο μπαμπάς τότε είπε ότι το σπουδαιότερο είναι να αποχτήσω κοινωνική μόρφωση, όπως εκείνος. Τότε άρχισαν να μαλώνουν με τη μαμά για το τι είναι πιο σπουδαίο και βγήκαν έξω από την κουζίνα και μιλούσανε γαλλικά. Εγώ τότε έδωσα λίγο από το φαγητό μου στη Μινού (τη γάτα μας) και συνέχισα το ξύσιμο πίσω από την πόρτα της κουζίνας. Όσο πάει γίνεται πιο μεγάλο το λιβάδι με το πράσινο κάμπο και τις κίτρινες μαργαρίτες».

Ευχόμαστε στην αγαπητή κ. Μαρινέλλα καλή συνέχεια στο δημιουργικό της έργο και επιτυχία ευπώλητου στο «σιλάνς σιλβουπλέ» της. Τ’ αξίζει!


 @@@

 

«Χανιώτικα Νέα» Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2007

Βιβλιοπαρουσίαση

«Σιλάνς σιλβουπλέ!»

Ακόμα μια πτυχή του πολύπλευρου ταλέντου της μας αποκαλύπτει η κυρία Μαρινέλλα Βλαχάκη με το νέο της βιβλίο –που κυκλοφόρησε τελευταία από τις εκδόσεις «Κέδρος»- με τον αινιγματικό για τον αναγνώστη τίτλο «Σιλάνς Σιλβουπλέ» (Σιγά, παρακαλώ). Τίτλο που κατά τη γνώμη μου εκφράζει μεταφορικά τις σιωπές της Μαρινέλλας για πράγματα που καλά γνώριζε και τα κρατούσε μυστικά τώρα και τόσα χρόνια…

 

Αν το βιβλίο, παρουσιάζεται σαν μυθιστόρημα, υπάρχει έντονο και διακριτό το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Η συγγραφέας στην αφήγησή της αναφέρεται στη μέση δεκαετία του περασμένου αιώνα και μετά και διαχειρίζεται με μεγάλη μαεστρία τις παιδικές εφηβικές της μνήμες, δίνοντάς μας με πραγματικά λογοτεχνικό ήθος και ύφος μια συγκλονιστική περιγραφή «της μισής της ζωής»: «Από τότε που γεννήθηκε και φόρεσε κατάσαρκα μια χοντρή ζακέτα από ακατέργαστο μαλλί –αποπλεξίδια μιας φανέλας του πατέρα κι ενός γιλέκου της μάνας- μέχρι που βλέπει τον πατέρα της χωρίς βοήθεια «διπλωμένο στα δύο από τον πόνο..».Κι ύστερα «το αγοραίο που τον παίρνει με την κάσα να περισσεύει…». Και το τρομερότερο, έξι μήνες μετά το θάνατο του πατέρα, την τραγική στιγμή που βλέπει δύο μεγάλες σκιές κι από πίσω «Εκείνοι» (έτσι ονομάζει τα πρόσωπα που ακολουθούν) να κρατούν τη μάνα από το λαιμό κι ύστερα από λίγο να κρέμεται μ’ ένα χοντρό σκοινί από το δοκάρι στο ταβάνι…».

Και μετά απ’ όλα αυτά, σε συνέχεια η συγγραφέας μιλά για τη μοίρα που την ακολουθεί. Την υιοθεσία της. Τη ζωή της με τους νέους γονείς. Ζωή καταπιεσμένη, ζωή ενός παιδιού γεμάτη φόβους και ανασφάλειες:

«Εδώ στο νέο περιβάλλον – σημειώνει – όλα γύρω έχουν μυστικά…. Πότε – πότε νομίζω ότι το σπίτι μας, το χωριό μας, ο κόσμος όλος είναι κτισμένος από μυστικά… Πάντα όταν μιλάει η μαμά με κάποιον κι εγώ πλησιάζω εκείνη λέει: «Σιλάνς σιλβπουπλέ», κι αλλάζει κουβέντα. Υπάρχουν μυστικά για τους πρώτους γονείς μου, για Εκείνους, για το κόμμα της μαμάς και του μπαμπά, για τους συγγενείς, για τους χωριανούς, για την υγεία μου…

Εγώ θα ήθελα –λέει- να μιλάμε για όλα στο σπίτι μας φανερά…».

Η αφηγήτρια υπογραμμίζει βέβαια την προσφορά του ανδρόγυνου – που υιοθέτησε το μικρό κοριτσάκι – στο χωριό τους. Ο άνδρας –σαν πρόεδρος της κοινότητας- θέλει και επιδιώκει το χωριό του να γίνει πρότυπο. Κι απέναντι στη μικρή είναι τρυφεροί, την νοιάζονται, την προσέχουν, την ταΐζουν, όμως ταυτόχρονα σημειώνει και τον αυταρχισμό και τον δογματισμό τους. Ενώ την νοιάζονται τόσο πολύ, δεν προσπαθούν να την απαλλάξουν από τις σκιές που την βασανίζουν, αλλά σαν αριστεροί που είναι, θεωρούν χρέος τους να υποθάλπουν και να φιλοξενούν «Εκείνους» που είναι οι δικοί του εφιάλτες: «…Λέω για «Εκείνους» που έρχονται συχνά στο σπίτι μας τη νύχτα, κι όλοι μιλάνε σιγανά γι’ αυτούς, κι όταν έρχονται συχνά στο σπίτι μας η μαμά με βάζει αμέσως στο κρεβάτι…». «…Εγώ θα ήθελα -λέει- να μην έρχονται σπίτι μας «Εκείνοι» γιατί οι σκιές με βασανίζουν τότε πολύ…».

Όμως η συγγραφέας δεν σκιαγραφεί «μόνο τη μισή της ζωή». Τα γραφτά της δεν μιλούν μόνο για κείνη. Όπως –σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου της, τις σκέψεις, τις αξιολογήσεις της, τις έκρυψε- μαζί με άλλα γραφτά του πατέρα της – με τον ερχομό της χούντας των Συνταγματαρχών- στην εσοχή ενός βράχου. «Η δικτατορία τελείωσε – γράφει – ήρθε η μεταπολίτευση, «Εκείνοι» έγιναν ήρωες, ενώ θα έπρεπε να στιγματιστούν και για την πράξη τους εκείνη και για την όλη συμπεριφορά τους. «Τα γραφτά αυτά που τα μάζεψα τα έβαλα σε μια σειρά και στη συνέχεια στις σελίδες αυτού του βιβλίου.. Ίσως δεν μιλούν μόνο για μένα…».

Κι αλήθεια δεν μιλούν μόνο για την ίδια. Με συναρπαστική λιτότητα δίνει την εικόνα ενός χωριού –μικρογραφία της επαρχιακής ζωής γενικά, κείνα τα χρόνια – τις γιορτές, τα πανηγύρια του χωριού, τη μίζερη και δύσκολη ζωή των ανθρώπων του. Μας ξεναγεί στα σοκάκια και στα χωράφια του. Μας μιλάει για «τις γριές που πέφτουν στις στέρνες και πνίγονται γιατί δεν έχουν την υπομονή να πεθάνουν στην ώρα τους…».

Την Ρηχού, την γυναίκα που αβοήθητη πλησίασε το θάνατο από αιμορραγία στη μύτη…

Την θυγατέρα της Αριστείδαινας «που κρεμάστηκε γιατί ήταν γκαστρωμένη…».

Το δώμα με τη λεπίδα και τη γριούλα που το κτυπούσε με το κόπανο πόντο – πόντο για να βγάλει έξω τα νερά της βροχής. Και το δώμα που βούλησε όταν εκείνη πέθανε και βρήκαν το γέρο της μέσα πετρωμένο από το λεπιδόχωμα.

Χαρήκαμε την αμεσότητα της γραφής της Μαρινέλλας και εδραιώσαμε την πεποίθηση ότι έχει την ικανότητα να χειριστεί και τον πεζό λόγο όπως και τον ποιητικό, χωρίς κραυγές κι αναθέματα ούτε και για «Εκείνους» τους δύο που σηκώσανε το δικός τους μπαϊράκι… Κι η ζωή τους απέκτησε περισσότερη αξία από τις ιδέες τους.

Ούτε και για κείνους λοιπόν που δικαιολογημένα θα μπορούσαν να συγκεντρώνουν την οργή της, ξεδιπλώνει η συγγραφέας απλά και κατανοητά τις παιδικές της μνήμες.

Όσο για τις λέξεις που ανακάλυψε: αισιοδοξία, ελευθερία, αλήθεια, εμείς διαπιστώνουμε ότι δεν τις ανακάλυψε μόνο, τις έκανε στάση ζωής, και πάνω σ’ αυτές κτίζει δημιουργικά τον υπόλοιπο βίο της προσφέροντας ικανοποίηση στον εαυτό της και στην κοινωνία του τόπου μας με την δραστήρια συμμετοχή της στα πολιτιστικά δρώμενα.

Αργυρώ Κοκοβλή

 

@@@

 

 

Περιοδικό Αντί

Τεύχος 880

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2006 σελ. 62

 

«Λιγοστές είναι οι φορές που διαβάζοντας μια βιωματική αφήγηση σταματάς με δέος μπρος στη διαπεραστική ματιά που αποτυπώνει το βίο ενός μικρού κοριτσιού. Ένας δύσκολος συνδυασμός ρεαλισμού και ποίησης ισορροπεί με τρόπο θαυμαστό στην αφήγηση της Μαρινέλλας Βλαχάκη. Σιλάνς Σιλβουπλέ (εκδ. Κέδρος 2006). Αν και πρόκειται για μυθιστόρημα, στα στοιχεία της αυτοβιογραφίας διαγράφονται με σαφήνεια και συνταραχτική λιτότητα και η αμεσότητα καθιστά την όλη αφήγηση ιδιαίτερη ελκτική και ιδιότυπα ανατρεπτική. Η δομή της αφήγησης αρθρώνεται σε μικρές αυτοτελείς ιστορίες, που ωστόσο το νήμα που τις συνδέει τις καθιστά μέρη μιας συνολικής εξιστόρησης».

Ο χαρτοκόπτης


 @@@


«Χανιώτικα Νέα» Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2006

«Σιλάνς σιλβουπλέ!»

Της Μαρινέλλας Βλαχάκη

 

Το βιβλίο της κ. Μερινέλλας Βλαχάκη το διάβασα αμέσως! Το ίδιο κιόλας βράδυ που γύρισα απ’ την παρουσίασή του…

Βιβλίο που αποκαλύπτει μια εποχή όπου το «χάσμα των γενεών» ήταν … απύθμενο!

Μια φωνή απόγνωσης από το παρελθόν.. Μια εξομολόγηση αδικημένου παιδιού, σε μικρά, ανεξάρτητα κεφάλαια.

Εξομολόγηση «εκ βαθέων»!

Με αποδέκτες όλους και κυρίως εμάς, τους γονείς… Οι καιροί έχουν αλλάξει, θα μου πείτε. Όμως παντού και πάντα, θα υπάρχουν ανυπεράσπιστα παιδιά που δεν θα τους επιτρέπεται, ούτε να μιλήσουν!

Ας το διαβάσουμε λοιπόν, το «σιλάνς σιλβουπλέ» της κ. Βλαχάκη. Κι ας ακούσουμε προσεκτικά τη μικρή της ηρωίδα, που πολλά έχει να μας πει και πολλά να μας διδάξει…

Αθηνά Κανιτσάκη 


@@@

 

«Χανιώτικα Νέα» Παρασκευή 10 Αυγούστου 2007

της Κατερίνας Χριστοδουλάκη

Η συγγραφέας Μαρινέλλα Βλαχάκη μιλά στα «Χανιώτικα Νέα»

Κάποτε στην Ελλάδα οι μυθιστοριογράφοι, διηγηματογράφοι και κυρίως οι ποιητές, διατηρούσαν το προνόμιο να είναι μέρος της ιστορίας της. Αυτό συνέβαινε και το 4.000π.Χ. Όλες οι τραγωδίες και κυρίως οι κωμωδίες της, τόσο βαθιά πίσω στο παρελθόν, αρχαίας ελληνικής εποχής αποτελούσαν δοσμένα θεατρικά και λογοτεχνικά, κοινωνικοπολιτικά και γι’ αυτό ιστορικά, δρώμενα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου ανατροπών, υπό το πρόσχημα του μύθου!

 

Το προνόμιο συνεχίστηκε ανά τους αιώνες με τον ίδιο χαρακτηριστικό τρόπο διεκδίκησής του από τους δημιουργούς χιλιάδων λογοτεχνικών έργων, έως και τις μέρες μας μα πλέον σήμερα, υποψιαζόμαστε, ως προνόμιο ελάχιστων πια, αθεράπευτα μπολιασμένων από το «μπόλι» της σχέσης του λογοτεχνικού έργου με την ιστορία! Σήμερα, που δεν υπάρχει ιστορία ανατροπών, δεν υπάρχει πλέον διάχυση στην έμπνευση του λογοτέχνη από κανένα «εμείς», γιατί δεν υπάρχει στην περιρρέουσα κοινωνία των πολλών ανθρώπων το δρώμενο της ανατροπής. Έτσι στη σημερινή λογοτεχνία κυριαρχεί το «εγώ» και όχι το «εμείς», ο συνδετικός κρίκος του λογοτεχνικού λόγου με την ιστορία. Απουσιάζει ο «χορός»ή η αναφορά σε «από κοινού» δρώμενα. Όσοι λογοτέχνες επιμένουν να αντιλαμβάνονται την ανατροπή ως σημείο αναφοράς για να γραφεί ιστορία, παράγουν μία σύγχρονη ματιά σε ιστορίες περασμένων εποχών, με σημείο εκκίνηση της πλοκής του έργου τους «από κοινού» δρώμενα, αναμένοντας, ως προσεκτικοί παρατηρητές, τις νέες στιγμές που οι κοινωνίες θα παράγουν νέα ιστορία!

Μια τέτοια λογοτεχνική παραγωγή είναι, εκτιμούμε, και το βιβλίο της Χανιώτισσας συγγραφέως Μαρινέλλας Βλαχάκη, «Σιλάνς σιλβουπλέ».

Δοσμένο, πράγματι, με το πλέον γήινο τρόπο, την απέριττη γλώσσα ενός παιδιού! Συγκλονιστικό, γιατί ακριβώς αναφέρεται στα ιστορικά δρώμενα της δεκαετίας του ’60 στην ενδοχώρα του νομού Χανίων, που ίσως δεν γνωρίζαμε, αλλά που μετά το πέρας της ανάγνωσης και της τελευταίας σελίδας του βιβλίου θα μπορούμε να συζητάμε πλέον και γι’ αυτήν την εποχή!

 

Τα «πέτρινα» μεταπολεμικά χρόνια μέσα στα πελώρια μάτια ενός παιδιού, κ. Βλαχάκη.

Μ.Β. Ναι. Στη δεκαετία του ’60 ένα κοριτσάκι μοναχικό, δειλό και φοβισμένο παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, γράφει πρόχειρα τις σκέψεις του και τις κρύβει με τρεμάμενα χέρια στην εσοχή ενός βράχου. Κάπου τριάντα χρόνια μετά, χωρίς φόβο, με σταθερά χέρια, ξεδιπλώνει ένα – ένα τα κιτρινιασμένα χαρτάκια και προκύπτει το… «Σιλάνς Σιλβουπλέ».

 

Ο προφορικός λόγος, ως άμετρη ποίηση μα πάντως ποίηση, μπλεγμένος από εικόνες ανθρώπινων συμπεριφορών, φοβισμένων και διχασμένων εικόνων από τον ορυμαγδό ενός πολέμου, αλλά και κυρίως ενός εμφυλίου που μόλις είχε τελειώσει.

Μ.Β. Πόλεμος και εμφύλιος έχουν τελειώσει αρκετά χρόνια πριν τη δεκαετία του ’60, που αναφέρεται το βιβλίο, ωστόσο όλοι οι ενήλικες στο περιβάλλον του κοριτσιού έχουν ουλές ή ανοιχτές πληγές ακόμα στην ψυχή και το σώμα, από εκείνα τα χρόνια. Είναι καχύποπτοι, κλειστοί, φοβισμένοι, γεμάτοι προλήψεις και προκαταλήψεις. Ενώ το σκοτεινό πολιτικό σκηνικό της εποχής, η ανέχεια, η αμορφωσιά, η μετανάστευση, δε βοηθάνε στο να βρουν γρήγορα νέες ισορροπίες. Οι άνθρωποι στη συγκεκριμένη κοινωνία που αναφέρεται το μυθιστόρημα, έχουν μία ιδιαιτερότητα. Πρέπει να ενσωματώσουν, χωρίς να το έχουν επιλέξει, δύο ανθρώπους… σκιές του εμφυλίου, που αρνήθηκαν να φύγουν όταν έλειψαν οι λόγοι και τους δόθηκε ο τρόπος. Έζησαν για πολλά χρόνια εν κρυπτώ, διχάζοντας με την παρουσία τους τη μικρή κοινωνία, που πρέπει να πάρει θέση υποχρεωτικά απέναντι σ’ αυτό το κοινό μυστικό. Όλοι ξέρουν. Ακόμα κι οι χωροφύλακες που γυροφέρνουν τις νύχτες στο χωριό ξέρουν και εκμεταλλεύονται το αίσθημα του φόβου των ανθρώπων, για να τους ελέγχουν καλύτερα. Όποια στάση και να κρατήσουν οι ντόπιοι με τη μία ή με την άλλη πλευρά, έχουν συνέπειες…

Μέσα στα μικρά κείμενα του βιβλίου περνάνε ιστορίες απλών ανθρώπων, πολλά ηθογραφικά στοιχεία καθώς και τα οράματα των ιδεολόγων γονιών του κοριτσιού, που πασχίζουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, να τον κάνουν πιο σωστό, κάποιες φορές με λάθος επιλογές…

Με όλα τα παραπάνω, προκύπτει μια τοιχογραφία της ενδοχώρας της ελληνικής υπαίθρου της δεκαετίας του ’60. Όσο για την ποίηση, τη συναντούμε συχνά μέσα στην απλότητα, την αθωότητα, την αμεσότητα και την αλήθεια. Συνεπώς και στην αφήγηση ενός παιδιού.

 

Κατάθεση ενός, ίσως, ξεχασμένου χθες, ως καταμέτρηση πληγών στη ζωή της γυναίκας στη μεταπολεμική ελληνική ύπαιθρο, αλλά και ως υπόβαθρο σηματοδότησης της «ανεκμετάλλευτης» κεκτημένης σήμερα θεσμικής ισότητας, απέναντι στη βιωματική πλευρά της ανισότητάς της;

Μ.Β. Γυναίκες στην ενδοχώρα, έως την εποχή που αναφέρεται το βιβλίο είναι στην πλειονότητα τους φτωχές, αγράμματες, εξαρτημένες από τον πατέρα, σύζυγο, αδελφό. Μετά τον πόλεμο πολλές έχουν χάσει τους άντρες της οικογένειας. Τα οικονομικά και κοινωνικά τους στηρίγματα. Είναι εγκλωβισμένες στα αδιέξοδά τους, με ήθη και έθιμα ασφυκτικά, απασχολούνται στις αγροτικές δουλειές και χαίρονται εξ αντανακλάσεως, όταν παρακολουθούν από το «Ρομάντζο» και τη «Βεντέτα» τη ζωή της βασιλικής οικογένειας και τον έρωτα της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Μόνη προοπτική στη ζωή τους, να παντρευτούν όπως – όπως για να κάνουν τη δικιά τους οικογένεια. Βέβαια τώρα ψηφίζουν… μα ότι τους πει ο άντρας. Έχουν δικαίωμα και να σπουδάσουν… μα σε τι μέσα; Που; Πώς; «Συλλογάται καλά όποιος συλλογάται λεύτερα…» λέει ο Νίκος Καζαντζάκης. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες φυσικά δε μπορεί η γυναίκα της υπαίθρου να συλλογάται λεύτερα… ενεργεί μόνο με το συναίσθημα και το ένστικτο.

Στην ίδια εποχή σιγά – σιγά τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Γίνονται προσπάθειες η γυναίκα να πάρει τη θέση που δικαιούται μέσα στην κοινωνία και μέσα στην οικογένεια. Να ενταχθεί κανονικά ως ισότιμο μέλος στην παραγωγική διαδικασία, να αυτονομηθεί. Το αίτημα όμως δεν αρθρώθηκε με σαφήνεια κι άφησε περιθώρια παρερμηνείας και από τις δύο πλευρές. Μπερδεύτηκε η ισότητα με την ομοιότητα. Υπήρξε σύγχυση την οποία πασχίζουμε ακόμα να αποκαταστήσουμε. Το αίτημα πλέον στις μέρες μας, έχει αρθρωθεί σωστά, αλλά παρά ταύτα, έχουμε ακόμα δρόμο και πολλή δουλειά, για να πετύχουμε αρμονική συνύπαρξη διατηρώντας, άντρες και γυναίκες, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.

 

Η υιοθεσία ως ύψιστο παράδειγμα ανθρωποκεντρικής διαχείρισης της παιδικής ορφάνιας;

Μ.Β. Η υιοθεσία είναι για μένα πράξη ταπεινότητας, ευγένειας και βαθιάς εσωτερικής ανάγκης να σπάσει ένας άνθρωπος το περίβλημα του εγωισμού του σε σχέση με τη γονιδιακή διαιώνιση του είδους του, και να νοιαστεί ένα παιδί που δε γέννησε και που κουβαλάει μια δικιά του ιστορία. Πρόσφατα μία φίλη που το θετό παιδί της έχει χαρακτηριστικά άλλης ηπείρου μου είπε: «Το παιδί μας έχει ιστορία…ήρθε με επιπλέον δώρα! Θα είναι χαρά για μας να το στηρίξουμε και να το βοηθήσουμε να ανακαλύψει τις ιδιαιτερότητές του». Με συγκίνησε και την εκτίμησα ακόμα περισσότερο. Η πράξη της υιοθεσίας πρέπει να είναι μια φυσική πράξη, όσο και η ανάγκη μας να δώσουμε και να πάρουμε αγάπη.. Οι θεωρίες γύρω από το θεσμό είναι λόγια. Τα πράγματα είναι πιο απλά απ’ ότι πιστεύουμε. Μια γιαγιά μου είπε: «Στην κατοχή, κόρη μου, μ’ όλη τη φτώχια μου, το στήθος μου ήτανε γεμάτο γάλα… δώρο Θεού, παιδί μου, δώρο Θεού… για όλα τα μωρά του χωριού, το δικό μου, των αλλονών και των ξενομπατώ ακόμης…» έλεγε κι έλαμπε από χαρά.

Ωστόσο, ακόμα και στις μέρες μας αυτό το θέμα παραμένει ταμπού.. Δυσκολίες υπάρχουν στις σχέσεις… αλλά μήπως δεν υπάρχουν όταν οι γονείς είναι φυσικοί; Που είναι οι εγγυήσεις;

Προσωπικά αισθάνομαι απεριόριστη ευγνωμοσύνη και αγάπη για τους θετούς μου γονείς, που έχουν φύγει από τη ζωή σχεδόν τριάντα χρόνια. Υπήρξαν τεράστιες δυσκολίες στην επικοινωνία μας, δύσκολοι καιροί, δύσκολες καταστάσεις, περίεργες συγκυρίες. Ωστόσο χωρίς τους γονείς μου θα ήμουνα χαμένη.

Μια απλή, βαθιά ανθρώπινη πράξη είναι η υιοθεσία.

 

Το «απείραχτο» περιβαλλοντικό τοπίο της ενδοχώρας της μεταπολεμικής Ελλάδας να υποθέσουμε, κ. Βλαχάκη, ότι παραμένει ο προσωπικός σας χώρος άντλησης της λιτής, αλλά γεμάτης από ζωοφόρους «χυμούς», στοχαστικής γραφής σας στην ποίηση και την πεζογραφία;

Μ.Β. Το αντλιοστάσιό μου τότε, τώρα και για πάντα είναι το χωριό μου, ο Κεφαλάς, το πατρικό μου σπίτι, το τοπίο, οι φωνές των ανθρώπων στην καθημερινότητά τους, τα τζιτζίκια κι αντίκρυ η θάλασσα… Η ραγδαία εξέλιξη στις μέρες μας, έχει αλλάξει αρνητικά τη μορφή του τοπίου και σε πολλές περιπτώσεις παρατηρώ αλαζονική συμπεριφορά και στους ανθρώπους, ντόπιους και ξένους… Αυτό με κάνει να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε «κατεχόμενα».. Αλλαγές γίνονται γιατί προχωράμε κι αυτό είναι εύλογο. Ωστόσο, δεν πρέπει προχωρώντας να αφήνουμε πίσω την πρώτη μας ύλη, γιατί κάποια στιγμή δε θα αναγνωρίζουμε τους εαυτού μας, στο όνομα μιας εξέλιξης που έχει μόνο οικονομικά οφέλη. Θα βρεθούμε να φοράμε ξένα με το σώμα μας ρούχα που θα δυσκολεύουν την κίνησή μας και θα έχουμε υιοθετήσει διαφορετικές από τις ανάγκες μας συνήθειες που θα μας κάνουν ανεπαρκείς και δυστυχισμένους.

 

Μπορούν οι περιβαλλοντικές καταστροφές, που έχει δημιουργήσει η ασύστολη λεγόμενη ανάπτυξη, να προδιαγράφουν το τέλος της ποίησης στη ζωή μας;

Μ.Β. Η ποίηση επέζησε σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας όπως και η ελπίδα. Γράφεται περισσότερο σε δύσκολες εποχές και τη διαβάζουμε περισσότερο σε δύσκολες εποχές… Πώς να ζήσουμε σήμερα χωρίς την ποίηση; Σε μια εποχή εκκωφαντικού θορύβου…

«Ο θόρυβος είναι η πληρότητα των άδειων σκευών…»λέει σ’ ένα ποίημα ο Γ. Σκουρογιάννης.

Ευτυχώς που υπάρχει η ποίηση ως καταφυγή και λύτρωση μέσα στους αιώνες.

 

Κ. Βλαχάκη, όταν εμείς ως αναγνώστες κλείναμε την τελευταία σελίδα του «Σιλάνς σιλβουπλέ» η σκέψη μας είχε ήδη οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη ιστορία ανά τους αιώνες έχασε, ίσως τη δυναμική των ανατροπών των μισάνθρωπων πλευρών της, γιατί ανάμεσα στους καταπιεσμένους της περιλάμβανε και τα… παιδιά! Τι λέτε κάναμε λάθος εκτίμηση;

Μ.Β. Θα συμφωνήσω μαζί σας στην ερώτηση – απάντηση που μου κάνετε. Ο πολιτισμός των «πολιτισμένων» αποτιμάται από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα παιδιά, τόσο εδώ όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες όταν τα εκμεταλλεύονται και παράλληλα τα φιμώνουν… Μα ας τ’ αφήσουμε αυτά στους μελετητές.

Αισθάνομαι ότι ήδη έχω μιλήσει πάρα πολύ. Το «Σιλάνς Σιλβουπλέ» μας παρακινεί στο να ακούσουμε παρά να πούμε, επειδή υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ακυρώσουμε γι’ άλλη μια φορά τη φωνή ενός παιδιού, τοποθετώντας πάνω στους ώμους του δυσβάσταχτες αναλύσεις και εν τέλει να αλλοιώσουμε την καθαρότητα του λόγου του.

Συμβαίνει συχνά να με παίρνουν τηλέφωνο και να μου λένε χαμηλόφωνα… «Ήθελα να σας πω… πως διάβασα το βιβλίο σας…» και αφού μεσολαβήσει μια μικρής σιωπή να κλείνουμε το τηλέφωνο χωρίς σχόλια, αλλά με ένα συναίσθημα πληρότητας σα να έχουμε μιλήσει πολύ.