Σιλάνς_03.04.12
@παυσίλυπον
Δημήτρης
Ντανόπουλος
Πρωτόδα την εικόνα της στην τηλεοπτική οθόνη.
Άνοιξα, όμως, το βιβλίο της και μπήκα στον κόσμο της.
Χώθηκα στην παιδική της ηλικία που μου τη φανέρωσε σαν μια ψυχαναλυτική βουτιά,
όπου κανείς ψάχνει να βρει πού άφησε το νήμα της ζωής του για να το ξαναπιάσει.
Ένα κορίτσι που αναζητά την ταυτότητά του και όλοι
προσπαθούν να το αλλάξουν, ακόμα και κατ’ όνομα, να του προσθέσουν και κάτι:
Στην αρχή «μια
χοντρή ζακέτα από ακατέργαστο μαλλί αποπλεξίδια μιας φανέλας του πατέρα και
ενός γιλέκου της μάνας…»
Μετά ένα «μαύρο
φορεμένο πουκάμισο, μια μεγάλη παραμάνα στο στήθος».
Ύστερα ένα «κατακόκκινο
παλτό εφαρμοστό στο γιακά…, όπου κέντησαν «σιλάνς
σιλβουπλέ»».
Πιο μετά ένα «ροζ νυφικό».
Επιθυμίες
άφωνες, άμορφες για χρόνια. Έβλεπε τη ζωή του μέσα από παραμορφωτικά φίλτρα,
ελάχιστες χαραμάδες, κρυψώνες.
Ένα κορίτσι που
απουσίαζε από τη ζωή του.
Μια ζωή χειροποίητη.
Ένας πυκνοκατοικημένος πολυπρόσωπος μικρόκοσμος σ’ ένα
χωριό της Δυτικής Κρήτης:
Πυκνή γραφή με βάθος σε ένα σύντομο κείμενο: «Αλήθεια,
όχι φλυαρία», μου είπε στην πρώτη μας συνομιλία. Υπάρχουν «πολλές ζωές» μέσα
του.
Λέξεις – υπερσύνδεσμοι. Μια επιφάνεια σαν
κομματιασμένο παζλ που κάθε του κομμάτι μια καταπακτή που σε βυθίζει. Κειμενικό
Patchwork: Σημειώματα, μαθητικές
εκθέσεις, σημειώματα ημερολογίου, ανεπίδοτες επιστολές.
Μια ιδιωτική γραφή που παραδίδεται στον ανοιχτό αέρα
και εκτίθεται στη δημόσια σφαίρα. Ανακομιδή κρυμμένων μυστικών.
Όλοι έχουν θαμμένα μυστικά στις μικρές κοινωνίες.
Κανένας δεν πρέπει να μιλάει γι’ αυτά.
Γραφή γυναικεία.
Η γυναίκα ως παιδί κι ως έφηβη: το σοκ της πρώτης
περιόδου.
Η θέση της γυναίκας στην επαρχία της Κρήτης στη
δεκαετία του ’50 και του ’60: ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες που οδηγούν στο στόμα
του πηγαδιού ή στη θηλιά ενός σχοινιού. Γάμοι γυναικών υποχρεωτικοί, όπου τους
άντρες τούς επέλεγαν οι γονείς ή, πιο συγκεκριμένα, ο πατέρας.
Ο πατέρας – αφέντης που ξέρει από φύτεμα και μπόλιασμα
δέντρων και πάει στο καφενείο για μαλοτήρα και τσικουδιά. Δεν ήταν λίγες οι
κρασοκανάτες και τα «χαμένα κορμιά» που τρώγαν τα λεφτά από το λάδι και τις
ελιές.
Κι η γυναίκα που αλίμονό της αν μείνει και «χήρα
πράμα». Ζυμώνει, φουρνίζει, φτιάχνει λαδοκούλουρα για το σχολείο, μοιρολογά,
ετοιμάζει τα προικιά της.
Ο γάμος ήταν πολύ σημαντικό πράγμα. Προξενήτρες
πηγαινοέρχονταν, ενώ νεαρά ζευγάρια αναγκάζονταν να κλεφτούνε.
Η Μαρινέλλα δε μιλά στο βιβλίο μόνο
για τον εαυτό της.
Η Βιογραφία ως καταγραφή ανάμνησης έναντι της
Εθνογραφίας, της καταγραφής της ιστορικότητας, της αναπαράστασης της
πραγματικότητας. Μια Εθνογραφία από μέσα. Η Μαρινέλλα μεσολαβεί για να μας
παρουσιάσει το παρελθόν. Είναι η ανεπίσημη μνήμη της μικρής της κοινωνίας. Η
αντι-μνήμη.
Η επίσημη ιστορία καταγράφει τον πόλεμο του ’40, την
κατοχή. Στο βιβλίο της Μαρινέλλας ακούγονται ακόμα οι μπαλωθιές μετά τον
εμφύλιο και το διάγγελμα της δικτατορίας του Παπαδόπουλου το ’67. «Οι μαύροι»,
«οι δεξιοί» εναντίον των αριστερών. Η παύση του κομμουνιστή προέδρου από τη
δικτατορία.
Ο Λόγος του γυναικείου και του αντρικού φύλου, της
κοινότητας, του διαφορετικού, των άλλων (εκτός κοινότητας), της αριστεράς, της
δεξιάς, του κράτους, του έθνους.
Μιλά για τους γέρους που, όταν είχαν μόνο την ευχή
τους να δώσουν, οι πιο πολλοί τους θέλαν πεθαμένους. Μέναν σε κελάκια έξω από
το κυρίως σπίτι και καμιά φορά αυτοκτονούσαν, πέφτοντας στις στέρνες.
Τα παιδιά που βρίσκαν εύκολα παιχνίδι, ακόμα και με
τις πευκοβελόνες. Είχαν δέντρα – μάνες, ξέραν καλά από αγροτικές δουλειές κι η
σεξουαλική τους διαπαιδαγώγηση αφηνόταν μόνο στην παρατήρηση.
Και πώς ήταν το σχολείο στ’ ασπρόμαυρα χρόνια;
Με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με χειροτεχνίες,
εκδρομές, μια δασκάλα για να μαλώνει, εικόνες του βασιλιά και της βασίλισσας
στον τοίχο και μια βέργα που έσπαγε στα χέρια.
Μια εσωστρεφής κοινότητα ανθρώπων που ήξερε από
αλληλεγγύη κι αλληλοβοήθεια. Η δημόσια κι ιδιωτική σφαίρα βρισκόταν σε μια
σύγχυση. Δημόσιες συναντήσεις ανθρώπων, γιορτές, πανηγύρια, ανταλλαγές
επισκέψεων, άνθρωποι στο σπίτι, κουτσομπολιό.
Δύσκολο στο χωριό να είσαι γέρος, ανήμπορος, ψυχικά
άρρωστος ή τρελός.
Πρακτική ιατρική, αρρώστιες: αδενοπάθειες, φυματίωση,
τέτανος.
Η Μαρινέλλα…
Μια προσωπικότητα διττή: Αγροτική μαζί και αστική. Σαν
και τις δυο εσωτερικές πατρίδες της παιδικής της ηλικίας, σαν και τα δυο σπίτια
που μεγάλωσε: το πρώτο με το στάβλο μες στο σπίτι και κελάκια και το δεύτερο: αρχοντικό
με θέα προς τη θάλασσα και ξεχωριστό δωμάτιο για κρεβατοκάμαρα.
Σαν ξενιτεμένο, σαν μουσαφιράκι, από τη μια οικογένεια
στην άλλη. Ταξίδι στο ανοίκειο, στο ξένο. «Υιοθεσία».
Η νεαρή μητέρα με τα μακριά ξανθά μαλλιά γίνεται μια
μεγάλη κυρία με κοντά άσπρα μαλλιά και γυαλάκια. Οι γυναίκες με το μαντίλι στο
κεφάλι κι η καινούρια μαμά με την πολύχρωμη τσάντα.
Κι ο ανάπηρος πατέρας που έφτιαχνε κουτάλες ξύλινες
για να φέρει ένα κουλούρι πίσω δώρο γίνεται ένας κομμουνιστής διανοούμενος που
τον έστειλαν οι γονείς του στη Γαλλία στα 17 του, με πολλούς φίλους στο Παρίσι,
που έτυχε να παίξει κομπάρσος περιμένοντας στην ίδια ουρά με τον Τσάρλι
Τσάπλιν.
Η ζωή πριν και μετά τις Σκιές. Οι Σκιές Εκείνων που κατοικούσαν στα μυστικά και
κανείς δεν τολμούσε να ονοματίσει. Ο φόβος κι ο τρόμος. Εκείνοι· που «η ζωή τους απόχτησε μεγαλύτερη αξία από την ιδέα τους».
Από τη μια η μάνα που τη γεννά στο θερισμένο χωράφι κι
από την άλλη η μάνα που ζωγραφίζει.
Είναι οι μόνοι στο χωριό που γιορτάζουν την Πρωτομαγιά
ως «εργατική», που στη μαμά της θυμίζει τη Βουλόνη. Δεν επιτρέπεται στο κορίτσι
να παίζει με τ’ άλλα παιδιά. Οι νέοι γονείς πάνε κόντρα στα έθιμα, δε συμπαθούν
την αστυνομία, το Βενιζέλο καθώς και την ιδεολογία του σχολείου. Ωστόσο, η μαμά
του, παρόλο που νευριάζει με την καμπάνα όταν χτυπά νεκρικά και με το κάψιμο
του Ιούδα, πηγαίνει στην εκκλησία, κάνει το σταυρό της και τάζει το κορίτσι
στον Άγιο Παντελεήμονα.
Δεν είναι λίγο να ‘ναι το σπίτι σου στην πλατεία του
χωριού που σφύζει από φωνές παιδιών, που τυχαίνει να ‘ναι και η αυλή της
εκκλησίας, να ‘ναι ο μπαμπάς σου πρόεδρος του χωριού, αλλά εσύ να μην πρέπει να
παίζεις με τ’ άλλα παιδιά.
Ο πρόεδρος που θέλει να κάνει το χωριό σοσιαλιστικό
μοντέλο, βιβλιοθήκη στα γραφεία του κόμματος … Οι νέοι γονείς που μιλούν
γαλλικά μεταξύ τους, κυρίως όταν θέλουν να πουν μυστικά. Ο Τίνο Ρόσι που ακούγεται
στο φωνόγραφο. Τα παράσιτα της Ντόιτσε Βέλλε από το ράδιο, καθώς και καμιά
βιτσιά από τη τζανεριά στου κήπου.
Δεν είναι λίγο να μπαινοβγαίνει στο σπίτι σου η Έλλη
Αλεξίου, να ακούς ιστορίες για το φίλο Καζαντζάκη και να ακούς να διαβάζουν το
«Βίος και Πολιτεία».
Μπορεί να έμεινε μετεξεταστέα στα νέα ελληνικά στο
γυμνάσιο, αλλά κάτι από τα παιδικά της χρόνια μαρτυρούσε πως θα ‘γραφε ποιήματα
στην ενήλικη ζωή της, παραμύθια, διηγήματα, θα γινόταν ηθοποιός στο θέατρο.
Κάτι την τραβά πιο κοντά στη φύση.
Ο μπαμπάς της ήθελε να την κάνει καλή αγρότισσα με
κοινωνική μόρφωση. Γι’ αυτό και της έμαθε να μπολιάζει τα δέντρα.
Και στην Κρήτη είναι πλούσια η φύση:
Δέντρα, φυτά, λουλούδια στις αυλές και βασιλικός στην
αλιτάνα. Λουλούδια ονόματα γυναικών, λουλούδια που μυρίζουν ωραία.
Πολλά ζώα: Άλλοτε ψοφισμένα, άλλοτε παιχνίδι στα χέρια
ή στα πόδια παιδιών: ζωντανά στην ξεροστέρνα. Αλλά και χρήσιμα: Η κατσίκα, το
γαϊδούρι, οι κότες. Ένα όμως το πιο αγαπημένο: το μαύρο γατί.
Πολύ φαγητό: βραστάρι, μέλι, σφαράγγια, χόρτα,
μανίτες, χοχλιοί, πατάτες με μάραθα, τσιγαριστά χόρτα, κρασί, πετουμέζι, φάβα,
τσακιστές ελιές…
Και μια ατμόσφαιρα σκοτεινή: εφιάλτες, κηδείες,
μνημόσυνα, αρρώστιες, πυρετός, σκιές, μυστικά, παράσιτα ραδιοφώνου και βοή από
μέλισσες.
Τα χρόνια πέρασαν και μύριζαν φλούδα από ευκάλυπτο και
ναφθαλίνη.
Εκείνοι έγιναν ήρωες κι εκείνη μια
Πρωτομαγιά έφερε τα μυστικά της να οξειδωθούν στον αέρα· και τη
σκουριά τους την τύπωσε σε βιβλία.
Και διάλεξε τη σιωπή για να φωνάξει με τα λόγια
της σιωπηλής γυναίκας στο Σιλάνς: «Θα τη βρεις την ξαστεριά!»
Τις απαντήσεις της τις βρήκε η Μαρινέλλα. Έδωσε
βροντερό παρόν.
Πέρασαν τα χρόνια και το κορίτσι μεγάλωσε και φόρεσε
φουστάνι κατάλευκο.
Πού; Πώς βρήκε όλη αυτή την αισιοδοξία και τη δύναμη;
Ποιο το αντίδοτο;
Οι στίχοι στα ποιήματά της:
«[Ελευθερία] /
Με παρηγορεί που ο χρόνος είναι αειθαλής / κι ας είναι η ζωή μας φυλλλοβόλα.»
«[Γυρολόγος] / Πιτήδεια κομμένα τα πολλαπλά επανωφόρια / υφασμένα τώρα σε
κουρελού. / Δεν πουλώ. / Μόνο χαρίζω. / Με την κουρελού στην πλάτη μου / γυρνώ
στους δρόμους. / Δεν πουλώ. Μόνο χαρίζω.»
Την ευχαριστούμε που μας χάρισε τα μυστικά της.