ΕΑΡΙΝΕΣ
ΗΜΕΡΕΣ ΜΟΥΣΩΝ
Εστία
Πιερίδων Μουσών
της
Σοφίας Ελευθεριάδου
σιλάνς σιλβουπλέ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η αφήγηση στο μυθιστόρημα γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και μας παραπέμπει
στην αυτο-βιογραφία. Η αφηγήτρια είναι ένα μικρό κορίτσι, που περιγράφει την τραυματική
παιδική της ηλικία στη δύσκολη (κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά) δεκαετία του
’60 στην Κρήτη.
Η συγγραφέας, για να αφηγηθεί τα γεγονότα απ’ την (εσωτερική) οπτική
γωνία του μικρού κοριτσιού, επινοεί ένα τέχνασμα: Στον Πρόλογο δηλώνει η αφηγήτρια πως βρίσκει 30 χρόνια μετά τα γραπτά σημειώματά της
(σελίδες από ημερολόγιο και από σχολικές εκθέσεις, διαφορετικές όμως από τις συνηθισμένες),
που έγραφε όταν ήταν μικρή.
Τα κεφάλαια του έργου που ακολουθούν είναι στην ουσία τα γραπτά της,
που περιγράφουν τις εμπειρίες και τα βιώματα της παιδικής της ηλικίας.
Αυτή η αφηγηματική τεχνική θυμίζει το έργο του Στρατή Μυριβήλη «Η
ζωή εν τάφω», στο οποίο ο συγγραφέας
-δήθεν- βρίσκει και εκδίδει τα γραπτά, τα τετράδια -επιστολές προς την αγαπημένη
του- του λοχία Αντώνη Κωστούλα (που σκοτώθηκε από φίλια πυρά, στο Μακεδονικό Μέτωπο).
Ο παραλληλισμός είναι φανερός: απ’
τη μια τα τετράδια του λοχία στον Μυριβήλη, κι απ’ την άλλη τα γραπτά του μικρού
κοριτσιού στην Βλαχάκη, με τη διαφορά όμως ότι, ενώ στον πρώτο γνωρίζουμε το όνομα
του γράφοντος (είναι ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας – η προσωπίδα του Μυριβήλη), στο
δεύτερο, στο σιλάνς σιλβουπλέ, δεν υπάρχει όνομα. Σε όλο το μυθιστόρημα δεν αναγράφεται
το όνομα της αφηγήτριας-ηρωίδας. Μήπως επειδή δεν είναι προσωπίδα; Μήπως επειδή
μπορεί να είναι οποιαδήποτε κρητικοπούλα; Ίσως να την λένε Μαρινέλλα; Ή μήπως, τελικά,
δεν έχει καμιά σημασία το όνομά της;
Εντούτοις, πολλά άλλα πρόσωπα υπαρκτά ιστορικά παρελαύνουν σ’ όλο
το μυθιστόρημα, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που ήταν συμμαθητής του παππού της.
Ο Νίκος Καζαντζάκης και η Έλλη Αλεξίου, επίσης, συναναστρέφονταν με τους δεύτερους
γονείς της, όταν ζούσαν στο Παρίσι, παλιότερα.
Θα σας διαβάσω τον ΠΡΟΛΟΓΟ στη σελίδα 13, όπου εξηγεί πού έκρυβε
τα γραπτά της. Βέβαια, είναι ασυνήθιστο για ένα μυθιστόρημα να αρχίζει με Πρόλογο
και να κλείνει με Επίλογο, σα να είναι η παλιά σχολική έκθεση (με πρόλογο, κυρίως
θέμα και επίλογο). Κάποια κεφάλαια όμως μοιάζουν να είναι εκθέσεις, αλλά αντισυμβατικές
και πρωτότυπες.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Διαβάζοντας όμως το μυθιστόρημα δεν μπόρεσα να μη δω –σε διακειμενικό
επίπεδο- και την ποίηση της Μαρινέλλας Βλαχάκη. Λέει λοιπόν η αφηγήτρια ότι βρήκε
τα γραπτά της 30 χρόνια μετά. Η πεζογραφία με την ποίησή της συνομιλούν, γι’ αυτό
θα σας απαγγείλω από την ποιητική της συλλογή «Τα πολύτιμα» (που είναι ανοικτή και
στο διαδίκτυο) το ποίημά της «Σημάδια»:
Ύστερα από
τριάντα χρόνια
Κατέβασα τα
κάδρα από τους τοίχους.
Τα σημάδια
–στόματα ανοιχτά- με φώναξαν
μ’ όλα μου
τα ονόματα.
Έπρεπε να κλείσω
γρήγορα τα στόματα.
Για μετακόμιση
ούτε κουβέντα…
(τριάντα χρόνια, σημάδια, στόματα, ονόματα, να κλείσω τα στόματα
= σιλάνς σιλβουπλέ…)
Οι μνήμες και το παρελθόν, οι μνήμες του παρελθόντος αποτελούν ανεξάντλητο
«αντλιοστάσιο» έμπνευσης, όπως λέει και η ίδια σε συνέντευξή της. Καθώς διαβάζουμε
το βιβλίο, βλέπουμε μπροστά μας να ξετυλίγονται στιγμιότυπα ζωής από μια πολύ μικρή
σε ηλικία αφηγήτρια, που θυμίζουν όχι απλώς σελίδες ημερολογίου, γραμμένες με απλοϊκότητα
και αφοπλιστική ειλικρίνεια, αλλά μια βαθιά ενδοσκόπηση, μια εξομολόγηση «στο ντιβάνι»
του ψυχαναλυτή.
Ο «πρώτος» πατέρας, ο βιολογικός (σ. 13) -το επίθετο «πρώτος» αποτελεί
προ-σήμανση, αφού προετοιμάζει τον/την αναγνώστη/τρια ότι θα υπάρξει και δεύτερος,
θετός- ο πατέρας της ήταν λιποτάκτης, τον πυροβόλησαν, έζησε αλλά του έκοψαν το
πόδι. Ο δικός του πατέρας πάλι είχε μόνο ένα χέρι, γιατί ψάρευε με δυναμίτες!!!
Η μητέρα της ήταν 30 χρόνια μικρότερή του. Γέννησε 1 αγόρι και άλλα
έξι κορίτσια, όμορφα και ξανθά σαν εκείνη. Το τελευταίο παιδί ήταν η αφηγήτρια,
μελαχρινό κι έμοιαζε του πατέρα της.
«Η μαμά δούλευε όλη μέρα στα χωράφια και τα βράδια στο σπίτι έπλυνε,
έψηνε ψωμί, μαγείρευε και έκανε δουλειές που την έβαζαν να κάνει εκείνοι…»
Σελ. 21:
«Απ’ όταν πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά με κοίμιζε μαζί της.
[…] Εγώ περνούσα ωραία με τη μαμά, όταν φορούσε το λουλουδένιο φουστάνι
της και μ’ έπαιρνε αγκαλιά. […] Η μαμά μου το βράδυ έτρωγε πάντα τελευταία αυτό
που περίσσευε από το φαϊ μας. […] Εκείνο το βράδυ… Μέχρι να έρθει η μαμά στο κρεβάτι,
εγώ κοίταζα το φως του φεγγαριού που έμπαινε από την ανοιχτή πόρτα κι έμοιαζε με
χαλί… Η μαμά είχε βγει λίγο έξω στην αυλή. Όμως σε λίγο, είδα πάνω στο άσπρο χαλί
δύο μεγάλες σκιές κι από πίσω από τις σκιές εκείνους
να κρατάνε τη μαμά μου, που δεν περπατούσε και τα πόδια της σερνότανε. Μπήκα στα
πόδια τους κι εκείνοι μ’ έσπρωξαν και
κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι. Όταν βγήκα από εκεί και πήγα στη μαμά, αυτή κρεμότανε
μ’ ένα χοντρό σκοινί από ένα δοκάρι στο ταβάνι.»
Σελ. 24, η δεύτερη μαμά
Αφού λοιπόν πέθαναν οι γονείς της, όλα τ’ αδέρφια σκορπίστηκαν, μοιράστηκαν
σε άλλες οικογένειες, ενώ την ηρωίδα (που ήταν η μικρότερη και φιλάσθενη) την «γυρίζανε
από σπίτι σε σπίτι σ’ άλλα χωριά… αλλά όλοι είχανε τα βάσανά τους»!
Ώσπου κάποιος τους είπε πως είχε έρθει στα μέρη τους από τη Γαλλία
ένα αντρόγυνο που γύρευε να υιοθετήσει ένα κοριτσάκι.
Την έπλυναν, της έραψαν κι ένα φουστανάκι, αλλά αυτή κρύφτηκε κάτω
από το τραπέζι με το μακρύ τραπεζομάντηλο. Από κει είδε «μια ψηλή γυναίκα (με αδύνατα
πόδια, με γυαλιά, άσπρα μαλλιά και μια χρωματιστή τσάντα) να της χαμογελά και να
κλαίει. Αυτή θα είναι η δεύτερη μητέρα της (από τη Γαλλία), που θα τη συνοδεύει
στο ταξίδι της ζωής της σ’ όλο το υπόλοιπο μυθιστόρημα.
Και ο γαλλικός τίτλος του βιβλίου είναι τα λόγια που προφέρει η νέα
της μητέρα κάθε φορά που, ενώ συζητάει με τον σύζυγό της είτε με άλλους, πλησιάζει η μικρή. Αμέσως αλλάζουν θέμα
συζήτησης: Όλοι γύρω της έχουν μυστικά.
Από τη σελίδα 42 κεφάλαιο ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ
«Πάντα, όταν η μαμά μιλάει με κάποιον κι εγώ πλησιάζω, εκείνη λέει
«σιλάνς σιλβουπλέ» κι αλλάζει κουβέντα… Υπάρχουν μυστικά για τους πρώτους γονείς
μου, για εκείνους, για το κόμμα της μαμάς και του μπαμπά, για τους συγγενείς, για
τους χωριανούς, για την υγεία μου, για τα κορίτσια και τα αγόρια που «τα έχουν»…»
Η μικρή αυτή αφηγήτρια, με την καθαρότητα και την απλότητα στη γλώσσα
και στη σκέψη της, ουσιαστικά καταγγέλλει, σπάει τη σιωπή, την αποδοκιμάζει. Θέλει
να μιλάνε φανερά και ελληνικά για όλους και για όλα. Αυτό προσπαθούν να κάνουν με
τα γραπτά της το κοριτσάκι και με το μυθιστόρημά της η συγγραφέας. Να αποκαλύψουν
τον μύθο, το μυστήριο και τα μυστικά: ποιοι είναι τελικά εκείνοι με τα τουφέκια,
που σκότωσαν τη μαμά της και τον γείτονα; Ποιες είναι οι σκιές που την καταδιώκουν;
Την απάντηση θα τη βρούμε στο τέλος του μυθιστορήματος.
Το βιβλίο όμως δεν είναι
μόνο άσπρο-μαύρο. Έχει εικόνες, γεύσεις και μυρουδιές Κρήτης, χρώματα κι αρώματα…
Σελ. 30:
Το πιο όμορφο λουλούδι βγαίνει στο χωριό μου και το λένε μανουσάκι.
Βγαίνουνε και πολλά άλλα όμορφα λουλούδια. Στον κήπο μας φυτεύουμε ζίνιες, βασιλικό,
γλυκό ματάκι, κουμαράκι, ζουμπούλια, φρέζες, φούλι και άλλα.
Σελ. 120:
Στο χωριό μου έχουμε ονόματα λουλούδια και λουλούδια ονόματα: Ρόδω,
Γαρυφαλλιά, Βιολέττα, Τριανταφυλλιά.
Σελ. 77:
Μαζεύει σαλιγκάρια (χοχλιούς, κοχλίδια) με τον πατέρα της και χόρτα
με τη μητέρα της, για να κάνουν καλτσούνια. Εκτός από καλτσούνια όμως μυρίζει και
βουνίσιο τσάι, μαλοτήρα, που έφτιαχνε συχνά η μητέρα της.
Μυρίζει Κρήτη, θυμίζει Κρήτη, αλλά δεν μπορώ να μην κάνω πάλι μια
σχετική διακειμενική αναφορά στην ποιήτρια Μαρινέλλα Βλαχάκη, διαβάζοντας από την
ποιητική Συλλογή «Τα πολύτιμα», το ποίημα «Νόστιμον
ήμαρ»:
Όσο περνούν
τα χρόνια
Τόσο πιο πολύ
μιλώ με τους ανθρώπους μου που έχουν φύγει.
Κι όλο και
περισσότερο τους νιώθω δίπλα μου.
Μάλιστα χθες, έφαγα παρέα με τους γονείς
μου «πατάτες με τα μάραθα». Πεντανόστιμες!
Κρητικές λύρες στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, ο Ερωτόκριτος,
οι μαντινάδες και οι μπαλωθιές είναι ήχοι από το βιβλίο, ήχοι από την Κρήτη…
Θα κλείσω την παρουσίαση με το ποίημά της Εξήγηση:
Όχι
δεν σκάβω για
να δραπετεύσω.
Μια νερατζιά
λέω να φυτέψω,
Μήπως με τ’
άνθη της
ευωδιάσει λιγάκι
η ζωή μου!
Η Νερατζιά της Μαρινέλλας Βλαχάκη είναι το έργο της (ποίηση – πεζογραφία
– θέατρο) που ανθίζει και ευωδιάζει τις ζωές όλων μας και γι’ αυτό την ευγνωμονούμε.
Σας ευχαριστώ