Παρουσίαση: ΙΑΝΟΣ 15-3-2012



Από Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη Ηθοποιό

Καλησπέρα,

Καλωσήρθατε, χαλαρώστε, βολευτείτε στη θέση σας, κλείστε τα κινητά σας και... “Σιλάνς σιλβουπλέ!” της Μαρινέλλας Βλαχάκη.

Το διάβασα το “Σιλάνς σιλβουπλέ” το καλοκαίρι που μας πέρασε στην Κρήτη.
Μου το έδωσε ο παπάς του χωριού μας, πήγε χέρι - χέρι γιατί είχε εξαντληθεί η πρώτη του έκδοση.
Μέσα σ’ ένα φαράγγι που ο Παπα-Γιάννης έχει διαμορφώσει με προσωπική εργασία, ησυχαστήριο, τόπο προσευχής και αναψυχής, υπήρχε μια πολύ παλιά εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μέσα κυριολεκτικά στο βράχο, εκεί γνώρισα τη Μαρινέλλα, μια βραδυά στις αρχές του Αυγούστου.

Είχε επισκεφθεί το χωριό μας έχοντας στις αποσκευές της, μια μεγάλη της αγάπη, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Ήταν μια βραδιά, πώς είμαστε τώρα εδώ μαζεμένοι; ...καμμία σχέση!
Φανταστείτε, καλοκαίρι, δειλινό, μέσα στις χαρουπιές, τους δρύς, τις καρυδιές, τα αρώματα της ρίγανης και του φασκόμηλου, όλο το χωριό μαζεμένο και η ζεστή φωνή της Μαρινέλλας να μας οδηγεί στις παλιότερες εποχές, στην ψυχική και γλωσσική ιδιοφυϊα του Σκιαθίτη.

Γίνονται τέτοια ...events λοιπόν, στα μικρά χωριουδάκια, από ανθρώπους σαν τη Μαρινέλλα, το γιό της Λεωνίδα και την παρέα του, που μας έπαιξε με την κιθάρα του αγαπημένα τραγούδια, τραγουδήσαμε όλοι μέχρι αργά το βράδυ, με ρακές και πολλά κεράσματα από τις γυναίκες του χωριού.

Μιά βραδυά που θα τη θυμόμαστε όλοι εμείς οι τυχεροί που βρεθήκαμε εκεί.

Ανάμεσα λοιπόν στις μουσικές του Λεωνίδα, ήρθε το “Σιλανς σιλβουπλέ” στα χέρια μου και άρχισα να του ρίχνω τις πρώτες ματιές. Και κόλησα. Το διάβασα εκεί.

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Αφηγητής είναι ένα μικρό κορίτσι, που γράφει όπως σκέφτονται τα παιδιά, γι΄αυτά που νιώθει, βλέπει, φοβάται, θέλει, δε θέλει, εύχεται. Γράφει μικρά σημειώματα που τα κρύβει στη σχισμή ενός βράχου. Τα προορίζει για το Μάριο και τη Μαρίτσα, φίλους των γονιών της, που ζούσαν στη Γαλλία.

10ετία του ΄60 στην Κρήτη. Ήμουν και ΄γω εκεί.
Διαβάζοντας το βιβλίο της Μαρινέλας μου ξανάρθε η μυρωδιά που ένιωσα την πρώτη φορά που πήγα στην Κρήτη, ήμουνα στην τρίτη δημοτικού... Η Κρήτη μυρίζει διαφορετικά.

Είναι κάποιο χόρτο, το χώμα, κάτι. Από εκεί μέσα βγαίνουν τα γραφτά της μικρής που το όνομά της είναι Σφανταχτό, δηλαδή αερικό. Έτσι τη φωνάζει η “δεύτερη μαμά” της.

Το Σφανταχτό ταυτίζεται και νιώθει τον πόνο απ’ όπου και αν προέρχεται, τόσο που εξαφανίζεται μέσα του, γίνεται ένα μαζί του, βυθίζεται και παραδέρνει, αυτή η μικρή αλεξικέραυνο. Είναι απόλυτα συντονισμένη με τη φύση.

Εκεί, μέσα στη βροχή, το χαλάζι, τους κεραυνούς, τα δέντρα, τα ζώα, τη θάλασσα, τα πουλιά, βρίσκει την παρηγοριά και τη θεραπεία της, όταν ο κόσμος των μεγάλων γίνεται σκληρός, άδικος, απειλητικός, παρανοϊκός.

Εκεί βρίσκει τις απαντήσεις. Το βάλσαμο που της χρειάζεται για να γιατρέψει μόνη της, τις μεγάλες της απώλειες, τις βαθιές πληγές της. Όταν ξαστερώσει, το μυαλό της βγαίνει απ’ αυτές τις δοκιμασίες, πιο δυνατό, πιο διεισδυτικό, πιο ελεύθερο. Κάπου έχω ακούσει ότι τα “δάκρυα” καθαρίζουν την ψυχή.

Η ψυχή της αγαπά, συμπονά, συγχωρεί, γι’ αυτό και είναι τόσο δυνατή και  κατορθώνει, όλο αυτό το δυσβάσταχτο για τους παιδικούς της ώμους, οικογενειακό φορτίο που κληρονόμησε, να το κάνει τέχνη.

Λογοτεχνία που κλείνει το μάτι με χιούμορ στην ζωή και την αγκαλιάζει με αγάπη.
Γιατί, όπως μου είπε σε ανύποπτο χρόνο η Μαρινέλλα, δεν περνάει μέρα που να μη δει την ανατολή της, να μη χαρεί το σκάσιμο του ήλιου μέσα από τη νύχτα.

Οι εικόνες που ξεπηδούν, ξεκολούν από τις τυπωμένες σελίδες, είναι το “Αμαρκορντ” της Μαρινέλλας.
Και τις περιμένουμε με ανυπονησία στη μεγάλη οθόνη από το Θοδωρή Παπαδουλάκη, γιατί αυτή είναι η πατρίδα μας, είμαστε εμείς και έχει σημασία, τώρα, σήμερα, να ξέρουμε από πού ερχόμαστε, πώς είναι μια θυμωνιά στάχυα από το χωριό μας.

Μαρινέλλα μου, σ’ ευχαριστώ για την τιμή που μου ΄κανες να μιλήσω για το βιβλίο σου.
Σας ευχαριστώ και σας που με ακούσατε.