Επιπλέον δημοσιεύματα:



@@@


@@@


@@@


«Φιλόπολις 22» Νοέμβριος 2008, σελ. 11

Μαρινέλλα Βλαχάκη «σιλανς σιλβουπλέ» Εκδόσεις Κέδρος, μυθιστόρημα, 2006.

Η Μαρινέλλα Βλαχάκη, γεννήθηκε στα Χανιά, όπου ζει και εργάζεται. Έχοντας ιδρύσει την Εταιρεία Τέχνης «ΒΙΟΛΕΤΤΑ» δραστηριοποιείται στην οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, κυρίως θεατρικών παραγωγών βασισμένων σε λογοτεχνικά κείμενα. Το κείμενο που περιέχει το εν λόγω βιβλίο, με τον παράξενο τίτλο, «σιλανς σιλβουπλέ» είναι πράγματι γοητευτικό. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου γράφεται: «σκέψεις, εξομολογήσεις, εκθέσεις ενός μικρού κοριτσιού που μεγαλώνει σ’ ένα χωριό της Κρήτης στη δεκαετία του 1960. Αφήγηση άμεση, ρεαλιστική και συνάμα ποιητική…», θα πρόσθετα σκληρή και υπόγεια, γεμάτη υπαινιγμούς, αφήγηση μιας εποχής από μόνη της πικρής, όπου το κλίμα της δεκαετίας δίδεται με γλαφυρότητα, φράσεις σχεδόν κοφτές, πλήρεις νοήματος, ανασύρει τις μνήμες μιας ολόκληρης γενιάς. Το κείμενο πρέπει να είναι αυτοβιογραφικό, στον πρόλογο η συγγραφέας ευθαρσώς το αναφέρει, όμως αυτό δεν στερεί στον αναγνώστη ούτε στιγμή την απόλαυση της ανάγνωσης. Βοηθά και η «αποσπασματικότητα» του κειμένου, τα κεφάλαια μοιάζουν με σπαράγματα μιας ζοφερά βιωμένης πραγματικότητας, αλλά κυρίως η ποιητική γλώσσα του. Ένα απόσπασμα:

ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΕΝΙΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ

«Η μαμά μου, άμα φεύγανε όλοι, έπαιρνε το λουλουδένιο φουστάνι που κρεμότανε πίσω από την πόρτα, το φορούσε και καθόμαστε οι δυο μας στο κρεβάτι και παίζαμε με τα μεγάλα τριαντάφυλλα. Η μαμά ύστερα γύριζε γύρω – γύρω και η φούστα γινότανε χρωματιστή ομπρέλα, και γελούσε η μαμά κι ήταν χαρούμενη. Μετά κοιμόμουνα πάνω στο φουστάνι της μαμάς το λουλουδένιο».

Νίκη Τρουλλινού

 @@@

 

«Χανιώτικα Νέα της Δευτέρας» Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2007

«ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ!»

Γράφει ο: Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

 

Κοινωνώντας τις δυσκολίες Και μια και δυο και τρεις και περισσότερες φορές διαβάζεται το βιβλίο της Μαρινέλλας Βλαχάκη «Σιλάνς Σιλβουπλέ», που κυκλοφορήθηκε το 2006 απ’ τις εκδόσεις «Κέδρος». Για ένα μυθιστόρημα που κάθε του κεφάλαιο διαβάζεται και σαν αυτοτελές διήγημα ή και ποιήμα, μα και μια συλλογή διηγημάτων ή και ποιημάτων που όλα μαζί συνθέτουν ένα μυθιστόρημα, πρόκεται. Για μια τοιχοποιία της δεκαετίας του ’60 σ’ ένα χωριό της Κρήτης αποσπασματικά ολοκληρωμένη, αγωνιοόυσα, ασθμαίνουσα πολλάκις δακρυχέουσα και κάποτε αιμάσσουσα, τρυφερή και σκληρή ταυτόχρονα, σε κάθε περίπτωση. Συνεχείς οι γροθιές που νιώθεις στο στομάχι διαβάζοντας, διαρκής ο δίαυλος επικοινωνίας με τη συγγραφέα, αμείωτο το ενδιαφέρον για τη συνέχεια, για την τύχη του μικρού κοριτσιού που δυσκολεύεται στο κοινωνείν, μα που ωστόσο κοινωνεί μεγαλώνοντας ημέρα την ημέρα και χρόνο τον χρόνο όλων των ειδών τις δυσκολίες. Πανταχού παρούσες και πάντα πληρούσες οι σκιές, κι ενώ «τα μυστικά μοιάζουν με τους ψύλλους και σε φαγουριάζουνε», στις σελίδες του βιβλίου, σελίδες που θα πρέπει να επιστρέψεις πάλι και πάλι για επιπλέον παράλληλες ματιές. Και ο γράφων, ως εις εκ των αναγνωστών μαρτυρεί περί τούτου. Έντονη παρουσία Το «Σιλάνς Σιλβουπλέ» είναι το 12ο κατά σειρά βιβλίο της Μαρινέλλας Βλαχάκη. Τα προηγούμενα είναι: «Κόκκινη άμμος» (ποίηση), «Μικρή προσευχή» (ποίηση), «Το χρυσάφι του ασπαλάθου» (ποίηση), «Το νησί ταξιδεύει» (ερωτικά ποιήματα), «Το κατάλευκο μεταξωτό φουστάνι» (παραμύθι για μεγάλους), «Η γιαγιά Πηνελόπη» (παραμύθι για μεγάλους), «Τα μεταξένια φτερά» (σειρά παραμυθιών για μεγάλους), «Ατραπός» (ποίηση), «Ιερή μέθη» (ποίηση), «Καθ’ οδόν» (ανθολογία για όλες τις συλλογές) και «Η μαμά Φάφη» (παραμύθι που τυπώθηκε σε ημερολίο). Κι όλα αυτά μέσα σε 15 χρόνια. Εντυπωσιακό! Βέβαια ουκ εν τω πολλώ το ευ αλλά εν τω ευ το πολύ. Καμμία αντίρρηση. Μόνο που στην περίπτωση της Μαρινέλλας Βλαχάκη το «πολύ» δεν είναι σε βάρος του «ευ». Τίποτα δεν αποκλείει την συνύπαρξη τους, εξάλλου, σε έργα δημιουργών. Ούτως ή άλλως η συμπολίτις μας συγγραφέας που με το «Σιλάνς Σιλβουπλέ» και λόγω γιατί εκδόθηκε απ’ τον «Κέδρο», καθιερώνεται ευρύτερα, έχει έντονη παρουσία στα πολιτισμικά πράγματα του τόπου μας. Να μην ξεχνούμε ότι είναι αυτή που από το 2000 έχει ιδρύσει και διευθύνει τη γνωστή Εταιρεία Τέχνης «Βιολέττα» που μέσω αυτής οργανώνει ποικίλες εκδηλώσεις με έμφαση στις θεατρικές παραγωγής που βασίζονται σε λογοτεχνικά κείμενα.

 

 @@@


«Χανιώτικα Νέα» Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2006

Πνευματικά και Καλλιτεχνικά γεγονότα του τόπου μας

Γράφει ο: Σταμάτης Απ. Αποστολάκης Δάσκαλος – Λαογράφος

ΜΑΡΙΝΕΛΛΑΣ ΒΛΑΧΑΚΗ

«Σιλάνς Σιλβουπλέ» (μυθιστόρημα) Αθήνα 2006, σχ. 8ο, σελ. 242. εκδ. Κέδρος.

 

Σωστή δωδεκάδα έργων, συμπληρώνει με το σημερινό της με τίτλο «σιλάνς σιλβουπλέ» η δημιουργική συμπολίτισσά μας κ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, στο χώρο της Ποίησης και της Πεζογραφίας.

Η όλη της, βέβαια, δραστηριότητα και δυναμική, προχωρεί ακόμη παραπέρα, στα πολιτιστικά δρώμενα των Χανίων, όπου κι εδώ η προσφορά της προς τη γενέθλια γη, που κυριολεκτικά λατρεύει, είναι πολύ μεγάλη… Τώρα, με το πρόσφατο έργο της και τον πιο παράξενο τίτλο του «σιλάνς σιλβουπλέ» έχουμε στη διάθεσή μας «σκέψεις, εξομολογήσεις, εκθέσεις ενός μικρού κοριτσιού που μεγαλώνει σε ένα χωριό της Κρήτης στη δεκαετία του 1960. Η αφήγηση του κοριτσιού, άμεση, ρεαλιστική και συνάμα ποιητική, περιδιαβάζει τα κακοτράχαλα μυστικά δρομάκια του κόσμου του, με φυσικότητα που πηδάει ένα αγρίμι από βράχο σε βράχο στις πλαγιές του Ψηλορείτη.

Αυτό το «αγαπημένο, της, ημερολόγιο» μας κάνει κοινωνούς των «εγγραφών» της ζωής ενός «μικρού κοριτσιού» που ζει και ανασταίνεται στις δύσκολες εποχές των μεταπολεμικών χρόνων σε χωριό και μάλιστα στα μέσα σε διπλή ορφάνια, αν και οι θετοί δεύτεροι γονείς της, της δείχνουν αληθινή στοργή και της παρέχουν τις ανέσεις που έχουν δυνατότητα.

Η δημιουργός του «σιλάνς σιλβουπλέ» μας ζωντανεύει επίσης με τον τρόπο της, τα παράλληλα βιώματα του περίγυρού της και βέβαια της φύσης που κυριαρχεί στο κοντινό και μακρινό περιβάλλον της.

Πλούσιο το βιωματικό υλικό στο έργο, ενώ η Παράδοση είναι παρούα σε κάθε σελίδα καθώς κι ο λαϊκός λόγος. Μα πάνω απ’ όλα οι ψυχολογικές καταγραφές και παρατηρήσεις της Μαρινέλλας Βλαχάκη στις σημειώσεις της, στο ημερολόγιο που κρατούσε, σε σαγηνεύουν με το ανεπιτήδευτο προσωπικό ύφος της γραφής της, με την πάντοτε νεανική ευαισθησία της. Κι εκείνα τα μικρά και πολλά – σωστή εκατοντάδα – κεφαλαιάκια του έργου, με τους ιδιαίτερα προσεγμένους τίτλους των, σε σκλαβώνουν. Και σαν τελειώσεις την ανάγνωση του βιβλίου στέκεσαι στα περιεχόμενα (σ. 239-242) και ψάχνεις εκεί στους τίτλους των κεφαλαίων για να δεις ποιο θα ξαναδιαβάσεις. Εμείς σταθήκαμε στο μικρό κεφάλαιο με τίτλο «Η προπαραλήγουσα ποτέ δεν περισπάται» (σ. 205-6) και το ξαναδιαβάζομε. Χαρείτο το: «Σήμερα ήμουνα τόσο τυχερή που ντρέπομαι γι’ αυτό. Η δασκάλα μας είχε πει από χθες ότι δεν μας συγχωράει άλλη φορά και ότι σήμερα θα μας λέει να γράφομε και όσα παιδιά κάνουνε λάθος στον κανόνα «η προπαραλήγουσα ποτέ δεν περισπάται» θα φάνε ξυλιές με το χάρακα.  Όμως τα παιδιά μπερδευτήκανε και τον νόμισαν αλλιώς τον κανόνα και τα έκαναν όλα λάθος. Εγώ που δεν ξέρω κανένα κανόνα και το έγραψα όπως μου φαινόταν πιο όμορφο, ήτανε σωστό. Έφαγε όλη η τάξη ξυλιές με το χάρακα και μόνο εγώ δεν έφαγα. Η δασκάλα είπε πως πρώτη φορά κάνω κάτι σωστό και καλά θα κάνω να συνεχίσω έτσι. Νομίζω πως στεναχωρήθηκε λιγάκι που δεν μ’ έδειρε κι εμένα. Το μεσημέρι είπα στη μαμά και στον μπαμπά αυτό που είπε η δασκάλα και χαρήκανε πολύ. Πιο πολύ η μαμά, που υποφέρει με τα ορθογραφικά λάθη. Άρχισε αμέσως να μου λέει ότι έχει πολλά όνειρα για μένα και ότι θέλει να γίνω μορφωμένη και να ‘ναι περήφανη για μένα. Μα για να γίνει αυτό πρέπει να είμαι υπάκουη, να τρώω το φαγητό μου και να μην έχω τα μυαλά πάνω από το κεφάλι μου. Ο μπαμπάς τότε είπε ότι το σπουδαιότερο είναι να αποχτήσω κοινωνική μόρφωση, όπως εκείνος. Τότε άρχισαν να μαλώνουν με τη μαμά για το τι είναι πιο σπουδαίο και βγήκαν έξω από την κουζίνα και μιλούσανε γαλλικά. Εγώ τότε έδωσα λίγο από το φαγητό μου στη Μινού (τη γάτα μας) και συνέχισα το ξύσιμο πίσω από την πόρτα της κουζίνας. Όσο πάει γίνεται πιο μεγάλο το λιβάδι με το πράσινο κάμπο και τις κίτρινες μαργαρίτες».

Ευχόμαστε στην αγαπητή κ. Μαρινέλλα καλή συνέχεια στο δημιουργικό της έργο και επιτυχία ευπώλητου στο «σιλάνς σιλβουπλέ» της. Τ’ αξίζει!


 @@@

 

«Χανιώτικα Νέα» Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2007

Βιβλιοπαρουσίαση

«Σιλάνς σιλβουπλέ!»

Ακόμα μια πτυχή του πολύπλευρου ταλέντου της μας αποκαλύπτει η κυρία Μαρινέλλα Βλαχάκη με το νέο της βιβλίο –που κυκλοφόρησε τελευταία από τις εκδόσεις «Κέδρος»- με τον αινιγματικό για τον αναγνώστη τίτλο «Σιλάνς Σιλβουπλέ» (Σιγά, παρακαλώ). Τίτλο που κατά τη γνώμη μου εκφράζει μεταφορικά τις σιωπές της Μαρινέλλας για πράγματα που καλά γνώριζε και τα κρατούσε μυστικά τώρα και τόσα χρόνια…

 

Αν το βιβλίο, παρουσιάζεται σαν μυθιστόρημα, υπάρχει έντονο και διακριτό το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Η συγγραφέας στην αφήγησή της αναφέρεται στη μέση δεκαετία του περασμένου αιώνα και μετά και διαχειρίζεται με μεγάλη μαεστρία τις παιδικές εφηβικές της μνήμες, δίνοντάς μας με πραγματικά λογοτεχνικό ήθος και ύφος μια συγκλονιστική περιγραφή «της μισής της ζωής»: «Από τότε που γεννήθηκε και φόρεσε κατάσαρκα μια χοντρή ζακέτα από ακατέργαστο μαλλί –αποπλεξίδια μιας φανέλας του πατέρα κι ενός γιλέκου της μάνας- μέχρι που βλέπει τον πατέρα της χωρίς βοήθεια «διπλωμένο στα δύο από τον πόνο..».Κι ύστερα «το αγοραίο που τον παίρνει με την κάσα να περισσεύει…». Και το τρομερότερο, έξι μήνες μετά το θάνατο του πατέρα, την τραγική στιγμή που βλέπει δύο μεγάλες σκιές κι από πίσω «Εκείνοι» (έτσι ονομάζει τα πρόσωπα που ακολουθούν) να κρατούν τη μάνα από το λαιμό κι ύστερα από λίγο να κρέμεται μ’ ένα χοντρό σκοινί από το δοκάρι στο ταβάνι…».

Και μετά απ’ όλα αυτά, σε συνέχεια η συγγραφέας μιλά για τη μοίρα που την ακολουθεί. Την υιοθεσία της. Τη ζωή της με τους νέους γονείς. Ζωή καταπιεσμένη, ζωή ενός παιδιού γεμάτη φόβους και ανασφάλειες:

«Εδώ στο νέο περιβάλλον – σημειώνει – όλα γύρω έχουν μυστικά…. Πότε – πότε νομίζω ότι το σπίτι μας, το χωριό μας, ο κόσμος όλος είναι κτισμένος από μυστικά… Πάντα όταν μιλάει η μαμά με κάποιον κι εγώ πλησιάζω εκείνη λέει: «Σιλάνς σιλβπουπλέ», κι αλλάζει κουβέντα. Υπάρχουν μυστικά για τους πρώτους γονείς μου, για Εκείνους, για το κόμμα της μαμάς και του μπαμπά, για τους συγγενείς, για τους χωριανούς, για την υγεία μου…

Εγώ θα ήθελα –λέει- να μιλάμε για όλα στο σπίτι μας φανερά…».

Η αφηγήτρια υπογραμμίζει βέβαια την προσφορά του ανδρόγυνου – που υιοθέτησε το μικρό κοριτσάκι – στο χωριό τους. Ο άνδρας –σαν πρόεδρος της κοινότητας- θέλει και επιδιώκει το χωριό του να γίνει πρότυπο. Κι απέναντι στη μικρή είναι τρυφεροί, την νοιάζονται, την προσέχουν, την ταΐζουν, όμως ταυτόχρονα σημειώνει και τον αυταρχισμό και τον δογματισμό τους. Ενώ την νοιάζονται τόσο πολύ, δεν προσπαθούν να την απαλλάξουν από τις σκιές που την βασανίζουν, αλλά σαν αριστεροί που είναι, θεωρούν χρέος τους να υποθάλπουν και να φιλοξενούν «Εκείνους» που είναι οι δικοί του εφιάλτες: «…Λέω για «Εκείνους» που έρχονται συχνά στο σπίτι μας τη νύχτα, κι όλοι μιλάνε σιγανά γι’ αυτούς, κι όταν έρχονται συχνά στο σπίτι μας η μαμά με βάζει αμέσως στο κρεβάτι…». «…Εγώ θα ήθελα -λέει- να μην έρχονται σπίτι μας «Εκείνοι» γιατί οι σκιές με βασανίζουν τότε πολύ…».

Όμως η συγγραφέας δεν σκιαγραφεί «μόνο τη μισή της ζωή». Τα γραφτά της δεν μιλούν μόνο για κείνη. Όπως –σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου της, τις σκέψεις, τις αξιολογήσεις της, τις έκρυψε- μαζί με άλλα γραφτά του πατέρα της – με τον ερχομό της χούντας των Συνταγματαρχών- στην εσοχή ενός βράχου. «Η δικτατορία τελείωσε – γράφει – ήρθε η μεταπολίτευση, «Εκείνοι» έγιναν ήρωες, ενώ θα έπρεπε να στιγματιστούν και για την πράξη τους εκείνη και για την όλη συμπεριφορά τους. «Τα γραφτά αυτά που τα μάζεψα τα έβαλα σε μια σειρά και στη συνέχεια στις σελίδες αυτού του βιβλίου.. Ίσως δεν μιλούν μόνο για μένα…».

Κι αλήθεια δεν μιλούν μόνο για την ίδια. Με συναρπαστική λιτότητα δίνει την εικόνα ενός χωριού –μικρογραφία της επαρχιακής ζωής γενικά, κείνα τα χρόνια – τις γιορτές, τα πανηγύρια του χωριού, τη μίζερη και δύσκολη ζωή των ανθρώπων του. Μας ξεναγεί στα σοκάκια και στα χωράφια του. Μας μιλάει για «τις γριές που πέφτουν στις στέρνες και πνίγονται γιατί δεν έχουν την υπομονή να πεθάνουν στην ώρα τους…».

Την Ρηχού, την γυναίκα που αβοήθητη πλησίασε το θάνατο από αιμορραγία στη μύτη…

Την θυγατέρα της Αριστείδαινας «που κρεμάστηκε γιατί ήταν γκαστρωμένη…».

Το δώμα με τη λεπίδα και τη γριούλα που το κτυπούσε με το κόπανο πόντο – πόντο για να βγάλει έξω τα νερά της βροχής. Και το δώμα που βούλησε όταν εκείνη πέθανε και βρήκαν το γέρο της μέσα πετρωμένο από το λεπιδόχωμα.

Χαρήκαμε την αμεσότητα της γραφής της Μαρινέλλας και εδραιώσαμε την πεποίθηση ότι έχει την ικανότητα να χειριστεί και τον πεζό λόγο όπως και τον ποιητικό, χωρίς κραυγές κι αναθέματα ούτε και για «Εκείνους» τους δύο που σηκώσανε το δικός τους μπαϊράκι… Κι η ζωή τους απέκτησε περισσότερη αξία από τις ιδέες τους.

Ούτε και για κείνους λοιπόν που δικαιολογημένα θα μπορούσαν να συγκεντρώνουν την οργή της, ξεδιπλώνει η συγγραφέας απλά και κατανοητά τις παιδικές της μνήμες.

Όσο για τις λέξεις που ανακάλυψε: αισιοδοξία, ελευθερία, αλήθεια, εμείς διαπιστώνουμε ότι δεν τις ανακάλυψε μόνο, τις έκανε στάση ζωής, και πάνω σ’ αυτές κτίζει δημιουργικά τον υπόλοιπο βίο της προσφέροντας ικανοποίηση στον εαυτό της και στην κοινωνία του τόπου μας με την δραστήρια συμμετοχή της στα πολιτιστικά δρώμενα.

Αργυρώ Κοκοβλή

 

@@@

 

 

Περιοδικό Αντί

Τεύχος 880

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2006 σελ. 62

 

«Λιγοστές είναι οι φορές που διαβάζοντας μια βιωματική αφήγηση σταματάς με δέος μπρος στη διαπεραστική ματιά που αποτυπώνει το βίο ενός μικρού κοριτσιού. Ένας δύσκολος συνδυασμός ρεαλισμού και ποίησης ισορροπεί με τρόπο θαυμαστό στην αφήγηση της Μαρινέλλας Βλαχάκη. Σιλάνς Σιλβουπλέ (εκδ. Κέδρος 2006). Αν και πρόκειται για μυθιστόρημα, στα στοιχεία της αυτοβιογραφίας διαγράφονται με σαφήνεια και συνταραχτική λιτότητα και η αμεσότητα καθιστά την όλη αφήγηση ιδιαίτερη ελκτική και ιδιότυπα ανατρεπτική. Η δομή της αφήγησης αρθρώνεται σε μικρές αυτοτελείς ιστορίες, που ωστόσο το νήμα που τις συνδέει τις καθιστά μέρη μιας συνολικής εξιστόρησης».

Ο χαρτοκόπτης


 @@@


«Χανιώτικα Νέα» Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2006

«Σιλάνς σιλβουπλέ!»

Της Μαρινέλλας Βλαχάκη

 

Το βιβλίο της κ. Μερινέλλας Βλαχάκη το διάβασα αμέσως! Το ίδιο κιόλας βράδυ που γύρισα απ’ την παρουσίασή του…

Βιβλίο που αποκαλύπτει μια εποχή όπου το «χάσμα των γενεών» ήταν … απύθμενο!

Μια φωνή απόγνωσης από το παρελθόν.. Μια εξομολόγηση αδικημένου παιδιού, σε μικρά, ανεξάρτητα κεφάλαια.

Εξομολόγηση «εκ βαθέων»!

Με αποδέκτες όλους και κυρίως εμάς, τους γονείς… Οι καιροί έχουν αλλάξει, θα μου πείτε. Όμως παντού και πάντα, θα υπάρχουν ανυπεράσπιστα παιδιά που δεν θα τους επιτρέπεται, ούτε να μιλήσουν!

Ας το διαβάσουμε λοιπόν, το «σιλάνς σιλβουπλέ» της κ. Βλαχάκη. Κι ας ακούσουμε προσεκτικά τη μικρή της ηρωίδα, που πολλά έχει να μας πει και πολλά να μας διδάξει…

Αθηνά Κανιτσάκη 


@@@

 

«Χανιώτικα Νέα» Παρασκευή 10 Αυγούστου 2007

της Κατερίνας Χριστοδουλάκη

Η συγγραφέας Μαρινέλλα Βλαχάκη μιλά στα «Χανιώτικα Νέα»

Κάποτε στην Ελλάδα οι μυθιστοριογράφοι, διηγηματογράφοι και κυρίως οι ποιητές, διατηρούσαν το προνόμιο να είναι μέρος της ιστορίας της. Αυτό συνέβαινε και το 4.000π.Χ. Όλες οι τραγωδίες και κυρίως οι κωμωδίες της, τόσο βαθιά πίσω στο παρελθόν, αρχαίας ελληνικής εποχής αποτελούσαν δοσμένα θεατρικά και λογοτεχνικά, κοινωνικοπολιτικά και γι’ αυτό ιστορικά, δρώμενα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου ανατροπών, υπό το πρόσχημα του μύθου!

 

Το προνόμιο συνεχίστηκε ανά τους αιώνες με τον ίδιο χαρακτηριστικό τρόπο διεκδίκησής του από τους δημιουργούς χιλιάδων λογοτεχνικών έργων, έως και τις μέρες μας μα πλέον σήμερα, υποψιαζόμαστε, ως προνόμιο ελάχιστων πια, αθεράπευτα μπολιασμένων από το «μπόλι» της σχέσης του λογοτεχνικού έργου με την ιστορία! Σήμερα, που δεν υπάρχει ιστορία ανατροπών, δεν υπάρχει πλέον διάχυση στην έμπνευση του λογοτέχνη από κανένα «εμείς», γιατί δεν υπάρχει στην περιρρέουσα κοινωνία των πολλών ανθρώπων το δρώμενο της ανατροπής. Έτσι στη σημερινή λογοτεχνία κυριαρχεί το «εγώ» και όχι το «εμείς», ο συνδετικός κρίκος του λογοτεχνικού λόγου με την ιστορία. Απουσιάζει ο «χορός»ή η αναφορά σε «από κοινού» δρώμενα. Όσοι λογοτέχνες επιμένουν να αντιλαμβάνονται την ανατροπή ως σημείο αναφοράς για να γραφεί ιστορία, παράγουν μία σύγχρονη ματιά σε ιστορίες περασμένων εποχών, με σημείο εκκίνηση της πλοκής του έργου τους «από κοινού» δρώμενα, αναμένοντας, ως προσεκτικοί παρατηρητές, τις νέες στιγμές που οι κοινωνίες θα παράγουν νέα ιστορία!

Μια τέτοια λογοτεχνική παραγωγή είναι, εκτιμούμε, και το βιβλίο της Χανιώτισσας συγγραφέως Μαρινέλλας Βλαχάκη, «Σιλάνς σιλβουπλέ».

Δοσμένο, πράγματι, με το πλέον γήινο τρόπο, την απέριττη γλώσσα ενός παιδιού! Συγκλονιστικό, γιατί ακριβώς αναφέρεται στα ιστορικά δρώμενα της δεκαετίας του ’60 στην ενδοχώρα του νομού Χανίων, που ίσως δεν γνωρίζαμε, αλλά που μετά το πέρας της ανάγνωσης και της τελευταίας σελίδας του βιβλίου θα μπορούμε να συζητάμε πλέον και γι’ αυτήν την εποχή!

 

Τα «πέτρινα» μεταπολεμικά χρόνια μέσα στα πελώρια μάτια ενός παιδιού, κ. Βλαχάκη.

Μ.Β. Ναι. Στη δεκαετία του ’60 ένα κοριτσάκι μοναχικό, δειλό και φοβισμένο παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, γράφει πρόχειρα τις σκέψεις του και τις κρύβει με τρεμάμενα χέρια στην εσοχή ενός βράχου. Κάπου τριάντα χρόνια μετά, χωρίς φόβο, με σταθερά χέρια, ξεδιπλώνει ένα – ένα τα κιτρινιασμένα χαρτάκια και προκύπτει το… «Σιλάνς Σιλβουπλέ».

 

Ο προφορικός λόγος, ως άμετρη ποίηση μα πάντως ποίηση, μπλεγμένος από εικόνες ανθρώπινων συμπεριφορών, φοβισμένων και διχασμένων εικόνων από τον ορυμαγδό ενός πολέμου, αλλά και κυρίως ενός εμφυλίου που μόλις είχε τελειώσει.

Μ.Β. Πόλεμος και εμφύλιος έχουν τελειώσει αρκετά χρόνια πριν τη δεκαετία του ’60, που αναφέρεται το βιβλίο, ωστόσο όλοι οι ενήλικες στο περιβάλλον του κοριτσιού έχουν ουλές ή ανοιχτές πληγές ακόμα στην ψυχή και το σώμα, από εκείνα τα χρόνια. Είναι καχύποπτοι, κλειστοί, φοβισμένοι, γεμάτοι προλήψεις και προκαταλήψεις. Ενώ το σκοτεινό πολιτικό σκηνικό της εποχής, η ανέχεια, η αμορφωσιά, η μετανάστευση, δε βοηθάνε στο να βρουν γρήγορα νέες ισορροπίες. Οι άνθρωποι στη συγκεκριμένη κοινωνία που αναφέρεται το μυθιστόρημα, έχουν μία ιδιαιτερότητα. Πρέπει να ενσωματώσουν, χωρίς να το έχουν επιλέξει, δύο ανθρώπους… σκιές του εμφυλίου, που αρνήθηκαν να φύγουν όταν έλειψαν οι λόγοι και τους δόθηκε ο τρόπος. Έζησαν για πολλά χρόνια εν κρυπτώ, διχάζοντας με την παρουσία τους τη μικρή κοινωνία, που πρέπει να πάρει θέση υποχρεωτικά απέναντι σ’ αυτό το κοινό μυστικό. Όλοι ξέρουν. Ακόμα κι οι χωροφύλακες που γυροφέρνουν τις νύχτες στο χωριό ξέρουν και εκμεταλλεύονται το αίσθημα του φόβου των ανθρώπων, για να τους ελέγχουν καλύτερα. Όποια στάση και να κρατήσουν οι ντόπιοι με τη μία ή με την άλλη πλευρά, έχουν συνέπειες…

Μέσα στα μικρά κείμενα του βιβλίου περνάνε ιστορίες απλών ανθρώπων, πολλά ηθογραφικά στοιχεία καθώς και τα οράματα των ιδεολόγων γονιών του κοριτσιού, που πασχίζουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, να τον κάνουν πιο σωστό, κάποιες φορές με λάθος επιλογές…

Με όλα τα παραπάνω, προκύπτει μια τοιχογραφία της ενδοχώρας της ελληνικής υπαίθρου της δεκαετίας του ’60. Όσο για την ποίηση, τη συναντούμε συχνά μέσα στην απλότητα, την αθωότητα, την αμεσότητα και την αλήθεια. Συνεπώς και στην αφήγηση ενός παιδιού.

 

Κατάθεση ενός, ίσως, ξεχασμένου χθες, ως καταμέτρηση πληγών στη ζωή της γυναίκας στη μεταπολεμική ελληνική ύπαιθρο, αλλά και ως υπόβαθρο σηματοδότησης της «ανεκμετάλλευτης» κεκτημένης σήμερα θεσμικής ισότητας, απέναντι στη βιωματική πλευρά της ανισότητάς της;

Μ.Β. Γυναίκες στην ενδοχώρα, έως την εποχή που αναφέρεται το βιβλίο είναι στην πλειονότητα τους φτωχές, αγράμματες, εξαρτημένες από τον πατέρα, σύζυγο, αδελφό. Μετά τον πόλεμο πολλές έχουν χάσει τους άντρες της οικογένειας. Τα οικονομικά και κοινωνικά τους στηρίγματα. Είναι εγκλωβισμένες στα αδιέξοδά τους, με ήθη και έθιμα ασφυκτικά, απασχολούνται στις αγροτικές δουλειές και χαίρονται εξ αντανακλάσεως, όταν παρακολουθούν από το «Ρομάντζο» και τη «Βεντέτα» τη ζωή της βασιλικής οικογένειας και τον έρωτα της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Μόνη προοπτική στη ζωή τους, να παντρευτούν όπως – όπως για να κάνουν τη δικιά τους οικογένεια. Βέβαια τώρα ψηφίζουν… μα ότι τους πει ο άντρας. Έχουν δικαίωμα και να σπουδάσουν… μα σε τι μέσα; Που; Πώς; «Συλλογάται καλά όποιος συλλογάται λεύτερα…» λέει ο Νίκος Καζαντζάκης. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες φυσικά δε μπορεί η γυναίκα της υπαίθρου να συλλογάται λεύτερα… ενεργεί μόνο με το συναίσθημα και το ένστικτο.

Στην ίδια εποχή σιγά – σιγά τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Γίνονται προσπάθειες η γυναίκα να πάρει τη θέση που δικαιούται μέσα στην κοινωνία και μέσα στην οικογένεια. Να ενταχθεί κανονικά ως ισότιμο μέλος στην παραγωγική διαδικασία, να αυτονομηθεί. Το αίτημα όμως δεν αρθρώθηκε με σαφήνεια κι άφησε περιθώρια παρερμηνείας και από τις δύο πλευρές. Μπερδεύτηκε η ισότητα με την ομοιότητα. Υπήρξε σύγχυση την οποία πασχίζουμε ακόμα να αποκαταστήσουμε. Το αίτημα πλέον στις μέρες μας, έχει αρθρωθεί σωστά, αλλά παρά ταύτα, έχουμε ακόμα δρόμο και πολλή δουλειά, για να πετύχουμε αρμονική συνύπαρξη διατηρώντας, άντρες και γυναίκες, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.

 

Η υιοθεσία ως ύψιστο παράδειγμα ανθρωποκεντρικής διαχείρισης της παιδικής ορφάνιας;

Μ.Β. Η υιοθεσία είναι για μένα πράξη ταπεινότητας, ευγένειας και βαθιάς εσωτερικής ανάγκης να σπάσει ένας άνθρωπος το περίβλημα του εγωισμού του σε σχέση με τη γονιδιακή διαιώνιση του είδους του, και να νοιαστεί ένα παιδί που δε γέννησε και που κουβαλάει μια δικιά του ιστορία. Πρόσφατα μία φίλη που το θετό παιδί της έχει χαρακτηριστικά άλλης ηπείρου μου είπε: «Το παιδί μας έχει ιστορία…ήρθε με επιπλέον δώρα! Θα είναι χαρά για μας να το στηρίξουμε και να το βοηθήσουμε να ανακαλύψει τις ιδιαιτερότητές του». Με συγκίνησε και την εκτίμησα ακόμα περισσότερο. Η πράξη της υιοθεσίας πρέπει να είναι μια φυσική πράξη, όσο και η ανάγκη μας να δώσουμε και να πάρουμε αγάπη.. Οι θεωρίες γύρω από το θεσμό είναι λόγια. Τα πράγματα είναι πιο απλά απ’ ότι πιστεύουμε. Μια γιαγιά μου είπε: «Στην κατοχή, κόρη μου, μ’ όλη τη φτώχια μου, το στήθος μου ήτανε γεμάτο γάλα… δώρο Θεού, παιδί μου, δώρο Θεού… για όλα τα μωρά του χωριού, το δικό μου, των αλλονών και των ξενομπατώ ακόμης…» έλεγε κι έλαμπε από χαρά.

Ωστόσο, ακόμα και στις μέρες μας αυτό το θέμα παραμένει ταμπού.. Δυσκολίες υπάρχουν στις σχέσεις… αλλά μήπως δεν υπάρχουν όταν οι γονείς είναι φυσικοί; Που είναι οι εγγυήσεις;

Προσωπικά αισθάνομαι απεριόριστη ευγνωμοσύνη και αγάπη για τους θετούς μου γονείς, που έχουν φύγει από τη ζωή σχεδόν τριάντα χρόνια. Υπήρξαν τεράστιες δυσκολίες στην επικοινωνία μας, δύσκολοι καιροί, δύσκολες καταστάσεις, περίεργες συγκυρίες. Ωστόσο χωρίς τους γονείς μου θα ήμουνα χαμένη.

Μια απλή, βαθιά ανθρώπινη πράξη είναι η υιοθεσία.

 

Το «απείραχτο» περιβαλλοντικό τοπίο της ενδοχώρας της μεταπολεμικής Ελλάδας να υποθέσουμε, κ. Βλαχάκη, ότι παραμένει ο προσωπικός σας χώρος άντλησης της λιτής, αλλά γεμάτης από ζωοφόρους «χυμούς», στοχαστικής γραφής σας στην ποίηση και την πεζογραφία;

Μ.Β. Το αντλιοστάσιό μου τότε, τώρα και για πάντα είναι το χωριό μου, ο Κεφαλάς, το πατρικό μου σπίτι, το τοπίο, οι φωνές των ανθρώπων στην καθημερινότητά τους, τα τζιτζίκια κι αντίκρυ η θάλασσα… Η ραγδαία εξέλιξη στις μέρες μας, έχει αλλάξει αρνητικά τη μορφή του τοπίου και σε πολλές περιπτώσεις παρατηρώ αλαζονική συμπεριφορά και στους ανθρώπους, ντόπιους και ξένους… Αυτό με κάνει να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε «κατεχόμενα».. Αλλαγές γίνονται γιατί προχωράμε κι αυτό είναι εύλογο. Ωστόσο, δεν πρέπει προχωρώντας να αφήνουμε πίσω την πρώτη μας ύλη, γιατί κάποια στιγμή δε θα αναγνωρίζουμε τους εαυτού μας, στο όνομα μιας εξέλιξης που έχει μόνο οικονομικά οφέλη. Θα βρεθούμε να φοράμε ξένα με το σώμα μας ρούχα που θα δυσκολεύουν την κίνησή μας και θα έχουμε υιοθετήσει διαφορετικές από τις ανάγκες μας συνήθειες που θα μας κάνουν ανεπαρκείς και δυστυχισμένους.

 

Μπορούν οι περιβαλλοντικές καταστροφές, που έχει δημιουργήσει η ασύστολη λεγόμενη ανάπτυξη, να προδιαγράφουν το τέλος της ποίησης στη ζωή μας;

Μ.Β. Η ποίηση επέζησε σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας όπως και η ελπίδα. Γράφεται περισσότερο σε δύσκολες εποχές και τη διαβάζουμε περισσότερο σε δύσκολες εποχές… Πώς να ζήσουμε σήμερα χωρίς την ποίηση; Σε μια εποχή εκκωφαντικού θορύβου…

«Ο θόρυβος είναι η πληρότητα των άδειων σκευών…»λέει σ’ ένα ποίημα ο Γ. Σκουρογιάννης.

Ευτυχώς που υπάρχει η ποίηση ως καταφυγή και λύτρωση μέσα στους αιώνες.

 

Κ. Βλαχάκη, όταν εμείς ως αναγνώστες κλείναμε την τελευταία σελίδα του «Σιλάνς σιλβουπλέ» η σκέψη μας είχε ήδη οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη ιστορία ανά τους αιώνες έχασε, ίσως τη δυναμική των ανατροπών των μισάνθρωπων πλευρών της, γιατί ανάμεσα στους καταπιεσμένους της περιλάμβανε και τα… παιδιά! Τι λέτε κάναμε λάθος εκτίμηση;

Μ.Β. Θα συμφωνήσω μαζί σας στην ερώτηση – απάντηση που μου κάνετε. Ο πολιτισμός των «πολιτισμένων» αποτιμάται από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα παιδιά, τόσο εδώ όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες όταν τα εκμεταλλεύονται και παράλληλα τα φιμώνουν… Μα ας τ’ αφήσουμε αυτά στους μελετητές.

Αισθάνομαι ότι ήδη έχω μιλήσει πάρα πολύ. Το «Σιλάνς Σιλβουπλέ» μας παρακινεί στο να ακούσουμε παρά να πούμε, επειδή υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ακυρώσουμε γι’ άλλη μια φορά τη φωνή ενός παιδιού, τοποθετώντας πάνω στους ώμους του δυσβάσταχτες αναλύσεις και εν τέλει να αλλοιώσουμε την καθαρότητα του λόγου του.

Συμβαίνει συχνά να με παίρνουν τηλέφωνο και να μου λένε χαμηλόφωνα… «Ήθελα να σας πω… πως διάβασα το βιβλίο σας…» και αφού μεσολαβήσει μια μικρής σιωπή να κλείνουμε το τηλέφωνο χωρίς σχόλια, αλλά με ένα συναίσθημα πληρότητας σα να έχουμε μιλήσει πολύ.